Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΔΩΣ ΜΟΥ ΛΙΓΑ ΠΛΟΥΤΗ, ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΜΠΟΥΤΙ

Αν είσαι πλούσιος μην διαβάσεις αυτό το κείμενο. Άλλαξε blog, θα εκνευριστείς. Αν παρ όλα αυτά σε τρώει, δώρισε τα λεφτά σου στο Χαμόγελο του Παιδιού και ξαναέλα. Εδώ θα μαστε δεν πάμε πουθενά. Α και καθώς κλείνεις τη σελίδα, πάτα και μια διαφήμιση στα δεξιά να πάρω 0,15 λεπτά. Πάτα και την από κάτω αν είσαι πολύ large. Στωωω

Μετά λοιπόν από αυτήν την μικρή επισήμανση προς τους πλούσιους φίλους μου, θα ξεκινήσω την αποψινή μου ιστορία, με αφορμή την 6η μέρα περιπλάνησης μας, στην αγαπημένη μου πόλη της Δράμας. Ας βολτάρουμε λίγο...



Αν και η Δράμα σαν όνομα, σε προδιαθέτει για όχι τόσο ευχάριστες καταστάσεις, αυτές που συνέβησαν τουλάχιστον μέχρι και την ώρα που μιλάμε, κάθε άλλο παρά δραματικές ήταν. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Θα επικεντρωθώ μόνο στην 6η μέρα παραμονής μας εδώθε. Η μέρα μας λοιπόν ξεκινά απλά και φτωχικά παρέα με τη φίλη μου Μαρίνα όπου με δανεικό αγροτικό (!) κατηφορίζουμε για καφέ προς τo κέντρο της πόλης.

Το χα πάντα απωθημένο να οδηγήσω όχημα με καρότσα. Το οποίο παρεμπιπτόντως, είναι και πολύ πιο ερωτικό όχημα από τα συνηθισμένα επιβατηγά. Ναι γιατί δεν υπάρχει αυτή η χαράδρα του χειρόφρενου που σε κρατά μακρυά από τον συνεπιβάτη. Τον νιώθεις δίπλα σου ρε παιδάκι μου, κολλητά. Ξέρεις ότι αν κατά λάθος αρπάξεις μπούτι αντί για ταχύτητα, ο άλλος δεν θα παρεξηγηθεί. Γιατί λόγω χώρου θα ξέρει. Επιπλέον θετικό είναι, ότι μπορείς να φιλοξενήσεις κι άλλο άτομο στο κόκπιτ, όπου η φράση ερωτικό σάντουιτς αρχίζει και αποκτά νόημα. Να μην πω για το τι μπορείς να φορτώσεις στην καρότσα γιατί ο κατάλογος θα γίνει μακρύς. Συμφέρει μην το συζητάμε.




Δυστυχώς όμως πέρα απ τα θετικά, πρέπει να ξέρεις και κάποια tip πριν να αναλάβεις τις τύχες του οχήματος, όπως ας πούμε, να βρεις πού είναι το πραγματικό χειρόφρενο, η τι καύσιμο καίει το ρημάδι. Αλλά νταξ, αυτά λύνονται γιατί μπορείς να ρωτήσεις ας πούμε, τον συμπαθή βενζινά, τι παίρνει τελικά αυτό το καβλιτσέκι ή ακόμα και να γκαζώνεις το όχημα με καρφωμένο το χειρόφρενο στο ταβάνι. Ε πειράζ. Θα πηγαίνει λίγο πιο σιγά βέβαια, αλλά δεν γαμείς. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.

Σαν πολύ προχώ αγρότης λοιπόν, με το λάπτοπ παραπεταμένο διπλά στην καρότσα, τραβάμε τον κατήφορο προς το κέντρο. Α ναι πρέπει να βρούμε κι ένα φαρμακείο πρώτα, γιατί χρειάζομαι επειγόντως Gaviscon. Αυτό το φαρμακάκι για την καούρα ξέρετε. Κωλογεράματα ρε πούστη. Αλλά τι να κάνεις. Τες πα. Gaviscon που λέτε. Το νέκταρ των θεών. Θυμίζει βέβαια ολίγον ληγμένο σπέρμα καμήλας, αλλά είναι αποτελεσματικότατο. Με το καλό που σου κάνει, ξεχνάς γεύση, βρώμα, τα πάντα. Τώρα τελευταία το πίνω και σκέτο, χωρίς 15 κουταλιές ζάχαρη. Ναι γιατί πριν υπήρχε μια δυσφορία. Αλλά τελικά όλα είναι μια συνήθεια.


Χαμένοι μες τη Δράμα, να συνεχίσω, ένα δράμα. Τα φαρμακεία κλειστά. Γκομενάκι σερνικό ψάχνει κι αυτό φαρμακεία. Προσφέρεται για βοήθεια και προτείνει να τον ακολουθήσουμε για να βρούμε. Τι χαρά. Ε Μαρίνα?. Μας σέρνει γκομενάκι από πίσω. Perfect. Τελικά δεν βρίσκουμε φαρμακείο, αλλά βρίσκουμε το ξαδερφάκι μου σε ταβέρνα με πάρκινγκ. Κέντα. Ας κατέβουμε

Ο ξάδερφος ως συνήθως κάνει δημόσιες σχέσεις. Στην παρέα του παρευρίσκονται: Ένας βουλευτής, ένας ιδιοκτήτης ομάδος, ένας μεγαλομαγαζάτορας, ο πρωθυπουργός και όπου να ναι θα ρχοταν και ο Μπαρακ Ομπαμιας. Νταξ τα δυο τελευταία άκυρον. Καθόμαστε και μεις οι ταπεινοί θνητοί λοιπόν παραδίπλα και γίνονται οι συστάσεις.

- Καλώς τα παιδιά, καθίστε. Να σας γνωρίσω. Από δω ο κύριος βουλευτής μας, από δω ο κύριος βιομήχανος κι από δω ο μεγαλομαγαζάτορας.
- Χαρήκαμε πολύ.
- Κι εμείς
- Εσείς τι δουλειά κάνετε παιδιά?

- Γάμησε το ρε μεγάλε με αγροτικό ήρθαμε δεν μας είδες?
- Ορίστε?
- Τίποτα. Εμείς βάφουμε.
- Ε. Τι βάφετε?
- Η Μαρίνα νύχια κι εγώ κάτι κάρτες
- Μπαρδόν?
- Μανικιουρίστ και γραφίστας
- Α μάλιστα. Ωραία. Τι να σας κεράσουμε ρε παιδιά
- Ευχαριστούμε τίποτα
- Μα δεν πρέπει πάρτε κάτι
- Οκ. Δύο εσπρέσο και δυο αστακούς.
- Ε?
- Δυο εσπρέσο λέω γλυκούς
- Α.Οκ. Κοπελιάαα



Μάλιστα. Ο βουλευτής ήσυχο παλικάρι. Ο μπαροιδιοκτήτης το ίδιο. Το τυπάκι όμως που λέτε ο μεγαλοβιομήχανος, έχει αρχίσει τον πρόλογο:
- Και που λέτε παιδιά μια φορά αγόρασα καμιά δεκαπενταριά βιομηχανίες, μετά τις πούλησα γιατί ήθελα να αγοράσω τον Ολυμπιακό για να παίζει ο γιός μου, μετά αγόρασα το Έβερεστ το βουνό και πήρα το brand name για να ανοίξω τα σαντουιτσάδικα. Στο τέλος έγραψα καμιά 50ρια στίχους όπου έγιναν νο1 στο USA chart. Αλλά ξέρετε ο Μαικλ Τζακσον με παρακάλεσε να σταματήσω γιατί θα του χαλούσα το όνομα. Ε και μια που του χα βαφτίσει το παιδί, του κανα τη χάρη. Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται.

Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν εν μέσω τρελής φιγούρας με δεσμίδες δολάρια να πηγαινοέρχονται σε τσάντες, να σκάει 500ευρα σε λαχειοπώληδες και άλλα πολλά αλμυρά. Εμείς τον αφήνουμε να χαρεί κλασσικά για να κάνει το κομμάτι του, αφού υπήρχε και ιδίον όφελος στην κατάσταση, όπως είναι η πληρωμή του λογαριασμού της ταβέρνας. Εύγε μάστορη. Κι εμείς μαζί σου. Πες μας και για τότε που γάμησες τη Μαντόνα να χαρούμε. 



Ε τελειώνει λοιπόν η παράσταση και αποχωρεί. Εμένα δεν με πήρε και με πολύ καλό μάτι γιατί πως στον πούτσο είχε τύχει και ήξερε τον πατέρα μου από παλαιόθεν. Γνωριμία καταλαβαίνετε τώρα, μέσα σε μπουζούκια, λέσχες και τα ρέστα. Ε σου λέει κι αυτός, το μήλο κάτω απ τη μηλιά δεν θα πεσε? Συμπέρασμα: Λαμόγιο μεγάλο, δεν ασχολούμαστε, ας κάνω τα ακροβατικά μου στους υπόλοιπους. Τες πα όμως

Εντάξει το ομολογώ. Στην αρχή με ψάρωσε ολίγον με τις δεσμίδες και με τα υπόλοιπα, αλλά μόλις μου είπε ότι έγραψε τους στίχους για εκείνο και για αυτό το τραγούδι, έπαθα λίγο λαλά. Γιατί ως γνωστόν με το στίχο έχω έναν άλφα έρωτα και δεν γίνεται τώρα να μην τον ήξερα τον συγκεκριμένο στιχοπλάστη. Αλλά Δεν γαμεις. Ας πω κι εγώ ένα στίχο.




Έλα όμως που η πουτάνα η τύχη μου δεν τον έκανε Delete.  Ήθελε να τον ξανασυναντήσω. Και μάλιστα μέσα στο επόμενο μισάωρο σε καφέ. Και τσουπ να μαι πάλι σε τραπεζάκι με τον μπάρμπα. Αρχίσει το επεισόδιο νο 2. Ξέχασα να σας αναφέρω ότι ο Ωνάσης της διπλανής πόρτας είχε και την γυναίκα του μαζί, classic περίπτωση Μαικ Φασολάκη με Μαρι Κυριακού. Την στέλνει λοιπόν με συνοπτικές στο περίπτερο για τσιγάρα. Μετάφραση για πλούσιους: Στο πορτμπαγκάζ της Μερτσέντας για πούρα.
- Αγάπη, πετάξου στ αμάξι και πιάσε ένα Cohiba απ τον υγραντήρα
- Ναι μωρό μου αμέσως.
 Ο τσίπης δεν είπε να κεράσει ένα και μας, αλλά τώρα θα δει, θα παραγγείλω διπλό εσπρέσσο να τον βάλω μέσα. Α το παίρνω πίσω. Μόλις μου πε η Μαρίνα ότι ήθελε να κεράσει πούρο κι εγώ δεν το άκουσα. Ρε πούστη κουφάθηκα? Τα καλύτερα χάνω? Να πιω ένα Gaviscon. Α όχι αυτό είναι για καούρα είπαμε όχι για κώφωση. Τες πα. Σορι μίστερ. Στείλε μου τον λογαριασμό για το εσπρεσάκι.

 Ήρθε λοιπόν η νεαρά με την πουράκλα. Ε εμένα έχει αρχίσει και με πιάνει η μαλακία γιατί αρχίζει και μου μυρίζει επιδειξιοπλουτίλα μέχρι αηδίας και μια αλλεργία την παθαίνω μ αυτά. Α το αμόρε κρυώνει.


- Κρύωσες αγάπη μου?
Ψίθυρος σε αυτί Μαρίνας:

- Πήγαινε στο αμάξι και ρίξε μια πρόχειρη αλεπού πάνω σου
Και συνεχίζουμε
- Κοπελιά τον λογαριασμό
Ψίθυρος σε αυτί Μαρίνας:
- Ε και φέρε μου και την άδεια του μαγαζιού να τ αγοράσω. Μ αρέσαν πολύ οι καρέκλες σας
Neeeeeext
- Ρέστα από 500ευρω έχετε?

Ψίθυρος σε αυτί Μαρίνας:
-Όχι? Πιάσε αγάπη 10 δεσμίδες κατοσταδόλαρα να αφήσουμε και ένα μικρό πορμποάρ. Αλλά όχι. Καλύτερα φερε την βαλίτσα με τα λεφτά να την ανάψουμε να ζεσταθείς κιόλας
Duracell και συνεχίζει...
-Άντε εμεις να φεύγουμε, έχουμε κι ένα ραντεβού μ έναν φίλο μας
 Ψίθυρος σε αυτί Μαρίνας:
-Δηλαδή ποιος φίλος μας. Μας περιμένει ο μαλάκας ο Ομπάμα. Του πα να περιμένει βέβαια λίγο, γιατί έχω εδώ μια σημαντική συνάντηση με ένα γραφίστα και μια μανικιουριστ
 Τετέλεσθαι
-Αυτός ο φίλος μου ρε παιδιά, είναι πολύ στεναχωρημένος με κάτι οικονομικά. Του πα να του δώσω 200-300 χιλιάδες ευρώ, αλλά είναι πολύ περήφανος, δεν τα παίρνει
Ψίθυρος σε αυτί Μαρίνας:
Και μεις μάστορη να δεις μια στεναχώρια που χουμε. Δωστα σε μας θα δεχτούμε. Άλλωστε δεν έχουμε τσίπα πάνω μας.




Εντάξει. Τον έσκισα λίγο ε? Αλλά δεν άντεξα ρε παιδιά. Κι αν ήξερα και νωρίτερα ότι μου πούλαγε φίδια με τον στίχο θα έλεγα τα παραπάνω και φωναχτά. Αλλά ρε γαμωτη το έμαθα αυτό μετά όταν μπήκα στο ίντερνετ και δεν βρήκα κανέναν στιχουργό με το όνομά του. Α ρε μπάρμπα. Φτηνά τη γλίτωσες. Αλλά οκ. ας μην γίνω και αχάριστος. Ολόκληρη ταβέρνα και διπλό εσπρεσάκι κέρασε. Ας είναι καλά.

Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα την 6η μας μέρα στη Δράμα. Έχω άλλες τρείς. Και προηγήθηκαν άλλες πέντε. Έχει ζουμί η υπόθεση απ ότι καταλάβατε. Αύριο η μέρα έχει δουλειά στο γραφείο. Θα ξυπνήσω πρωί. Πως θα πάω? Ε με τι άλλο. Με το αγροτικό βέβαια....   Stay tuned....



Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΚΛΙΚ

Τέσσερις το πρωί.
Ο ύπνος πάλι δεν έρχεται και τι να κάνεις.
Κάθεσαι στον υπολογιστή σου και χώνεσαι ανάμεσα σε παλιά αρχεία,
κείμενα και φωτογραφίες.

Και κολλάς. Κολλάς εκεί όπως συνήθως. Στις φωτογραφίες.
Όλη η ζωή σου σε ένα φάκελο.
Και ανοίγεις και βλέπεις.
Και ψάχνεις και γελάς και θυμάσαι και νοσταλγείς κι αναθεωρείς.
Παλιές αγάπες, η φάτσα σου παιδί, χαμένοι φίλοι.
Όλα τόσο συμπυκνωμένα.
Ένα κλικ στην επόμενη κι αμέσως το μυαλό σου πλημμυρίζει συναισθήματα.
Συναισθήματα και γιατί.
Τόσα χαμόγελα, τόσα αστεία. Τόση αγάπη. Που πήγαν?
Θέλεις κι άλλα. Ανοίγεις ένα νέο φάκελο.
Κι όσο πηγαίνεις προς τα πίσω τόσο ζητάς περισσότερα.
Η Μαρία, ο Βασίλης, η Έλενα, Ο Χρίστος, η Σοφία, ο Αλέξανδρος.
Όλοι μαζί. Τόσο δίπλα και τόσο μακρυά. Ένα δευτερόλεπτο και μια δεκαετία.
Όλα ένα κλικ.

Και μοιάζουν όλοι τους τόσο αληθινοί.
Τα μάτια τους, τα ρούχα τους, το χαμόγελό τους.
Όλα τόσο χρωματιστά και τόσο ασπρόμαυρα.
Και τόσο σιωπηλά. Κουβέντα δεν παίρνεις.
Αλλά δεν πειράζει. Τι να τα κάνεις τα λόγια.
Μόνο υποσχέσεις σου χουν αφήσει κι ασυνέπειες.
Οι φωτογραφίες όμως σχεδόν ποτέ.
Κάθονται εκεί απέναντι να σου λένε με χίλιες λέξεις τις αλήθειες σου.
Μόνος μαζί τους στο δωμάτιο να τις κοιτάς.
Να πολεμάς τις στιγμές σου.

Κι έχεις την αίσθηση ότι είναι όλοι εδώ δίπλα.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Τους ακούς όλους να μιλούν, να φωνάζουν, να γελάνε.
Και θυμάσαι μόνο τα όμορφα.
Δεν μπορείς να κρατήσεις κακία σε μια φωτογραφία.
Ούτε σ αυτούς που είναι μέσα.
Είναι τόσες στιγμές τραβηγμένες τυχαία μαζί αλλά δεμένες τόσο όμορφα.
Και την ομορφιά τους την βλέπεις μόνο εσύ.
Γιατί μόνο εσύ ξέρεις τα μυστικά που κρύβονται από πίσω.
Μόνο εσύ ξέρεις τις κρυφές τους ιστορίες.
Την βραδιά της Τσικνοπέμπτης, την εκδρομή στη Δράμα, το πάρτι των γενεθλίων σου.
Είναι η δική σου ιστορία.
Το δικό σου soundrack, που ναί.
Μπορεί να μοιάζει τόσο μικρό μπροστά στις απέραντες μελωδίες του χρόνου,
όμως είναι δικό σου.
Και μόνο δικό σου.
Τα τσιγάρα τελειώνουν.
Ένα τελευταίο άλμπουμ.
Μια τελευταία δόση από τη ζωή σου.
Να ψάχνεις να βρεις γιατί σε τρομάζει το παρόν σου και να βουτάς στο χτες.
Μήπως βρεις το μυστικό.
Μήπως το άφησες κάπου εκεί πίσω κάπου χωμένο ανάμεσα στα κίτρινα φόλντερ.
Πόσο ωραία θα ταν να μπορούσες να βουτήξεις μέσα σε ένα από αυτά.
Η έστω σε μία μόνο φωτογραφία.
Να ξαναζήσεις ότι σ έκανε να νιώθεις υπέροχα.
Δεν γίνεται όμως και το ξέρεις.
Δεν μπορείς να διαλέξεις χρόνια.
Δεν μπορείς να διαλέξεις στιγμές.
Όμως μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.
Μπορείς να ψάξεις για καινούργιες.
Όσες γίνεται.
Όσες η ζωή και η τύχη σου ορίσουν.
Μια νέα μέρα αρχίζει σήμερα.
Κι είναι γεμάτη κλικ.
Καλημέρα.


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

ΓΕΛΑ ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ ΓΕΛΑ

Πείτε μου ότι δεν σας έλειψε η ανάλυση στίχου. Όχι πείτε μου.  Πάμε για άλλη μια ιστορική ανάλυση λοιπόν με στροφή στο έντεχνο, γιατί υπάρχει και μια ποιότης φίλοι μου. Την σήμερον θα πιάσουμε τους Αφοί Κατσιμίχα ΟΕ και το τραγουδάκιον ''Γέλα πουλί μου γέλα''. Χε. Θα γελάσουμε? Για να δούμε...



Ως γνωστόν οι Κατσιμιχαίοι είναι γνωστοί για τις αλληγορίες που κρύβουν οι στίχοι των, εκτός εξαιρέσεων. Εδώ το άσμα αν και φαίνεται απλό δεν είναι. Υπάρχουν μυστικά μηνύματα που θα σας τα αποκαλύψω ευθύς αμέσως. 


Το τραγούδιον λοιπόν είναι μια κρυφή ωδή στον αυνανισμό. Ναι μην γελάτε καθόλου. Στον αυνανισμό λέγω όπου πρωταγωνιστής του άσματος, είναι ένας δύστυχος παππούλης όπου το ατμοσίδερό του δεν λειτουργεί πλέον όπως τα παλιά καλά χρόνια. Και λέει:


Μου φαίνεται σαν να 'ναι χθες

μα πάνε τόσα χρόνια
που σαν βιολί το σώμα σου
στα χέρια μου κρατούσα



Ω τι κρίμα. Περάσαν τα χρόνια και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Βλέπετε λοιπόν με τι νοσταλγία αρχίζει ο στίχος. Αναφέρεται στο χθες κλπ όπου σαν βιολί το σώμα σου στα χέρια του κρατούσε. Εδώ είναι ξεκάθαρη η σημειολογία του βιολιού που ως γνωστόν αν ήτανε πουλί θα το παίζανε πολλοί. Αναπουλεί λοιπόν που το κρατούσε κάποτε στα χέρια του ο πρωταγωνιστής ορθό και στιβαρό, ενώ τώρα μοιάζει με μπάμια. Σκατά. Σε καταλαβαίνω παππούλη. Κάποτε δεν θα μας σώνει και μας, ούτε το Βιάγκρα. Για να δούμε παρακάτω...




Με το ραδιόφωνο σιγά
μες στ' απαλό σκοτάδι 
θα τρόμαζες αν ήξερες 
πόσο σε αγαπούσα 

Παλιά που λέτε δεν είχανε τηλεοράσεις. Ε πώς να την παιξεις? Μηδέν ενενήντα, πάρε με είμαι μόνη και τέτοια δεν έπαιζαν. Ε και τι να κάνεις αν είχες ορέξεις στο μισοσκόταδο? Την έβρισκες με καμιά φωνή απ το ραδιόφωνο, όπου φαντασιωνόσουν την εκφωνήτρια να κρατάει αντί για μικρόφωνο, ξέρετε τι. Ε ναι τελικά δεν θέλει και πολύ για να φτιαχτείς. Άμα έχεις φαντασία η δουλειά γίνεται οπουδήποτε. Πάμε ρεφραίν




Τίποτα δεν έχει αλλάξει
και τίποτα δεν είναι όπως παλιά
μένει όμως ακόμα ένα πείσμα
που δεν είναι συνήθεια μοναχά 


Και να το τρομερό σημείο του στίχου. ''Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά''. Ναι. Δεν έχει αλλάξει είναι στη θέση του. Όμως δεν είναι όπως τα παλιά τα χρόνια που πέταγε σπίθες το εργαλείο. Πολύ νοσταλγικό ε? Και ακούστε τι λέει που εδώ είναι και η βάση του άσματος. ''Μένει όμως ακόμα ένα πείσμα που δεν είναι συνήθεια μοναχά''. Εδώ εμπερικλείεται ολόκληρη η φιλοσοφία του αυνάν αγαπητοί μου φίλοι. Δεν είναι μια συνήθεια μοναχά η μαλακία. Όχι. Είναι τρόπος ζωής. Και δεν το βάζει κάτω ο πρωταγωνιστής μας εδώ. Έχει πεισμώσει γιατί δεν σηκώνεται ο Νικολάκης. Και δωστου προσπάθεια. Και δωστου κουράγιο. Και στο τέλος αρχίζει και του μιλάει γιατί μην νομίζετε και το πουλί έχει αυτιά και ακούει. Όπως τα φυτά που τους μιλάνε μερικοί και μεγαλώνουν. Και του λέει λοιπόν:


Γέλα, γέλα πουλί μου γέλα γέλα, κι είν' η ζωή μια τρέλα

Γέλα του λέει, άτιμο κατασκεύασμα. Γέλα γαμώ το φελέκι μου. Δηλαδή έλα θέλει να του πεί, σήκω Λάζαρε και περιπάτει γιατί η ζωή είναι μια τρελα και πρέπει να τη γλεντήσουμε να ούμε. Έλα λοιπόν. Σήκωσέ το...




Δεν ξέρω αν του σηκώθηκε τελικά του παππούλη. Πιθανόν το βουντού να έπιασε αλλά σημασία δεν έχει αυτό. Σημασία έχει να παρατηρήσουμε τη στενή σχέση που έχει ο πρωταγωνιστής μας με το αφρικανικό μονόχορδο, όπου το αντιμετωπίζει σαν ξεχωριστή προσωπικότητα. Και κατ επέκτασιν θέλει να περάσει και το μήνυμα ότι πρέπει να αγαπάμε τον εαυτό μας και το σώμα μας. Ρε αυτά τα τραγούδια τελικά τι σου είναι. Μεγάλη υπόθεση.

Έτσι που λέτε. Ελπίζω να σας βοήθησα και σήμερα με την ανάλυση μου. Αναρωτιέμαι πάντως αν η φιλόλογος που είχα στο Λύκειο έβλεπε αυτές τις αναλύσεις που κάνω στους στίχους τι θά λεγε. Θυμάμαι που με έβαζε παλιά να αναλύσω Καβάφη όπου τα 11άρια πέφταν βροχή. Νομίζω ότι πια θα αισθάνεται υπερήφανη με την πρόοδο που έχω κάνει. Ε κυρία?




Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΡΕ ΑΝΤΕ ΝΙΑΟΥ

Έχω που λέτε πολλές φίλες που ποστάρουν στο Φού Μπού πολύ συχνά, φώτο με ζωάκια, ιδίως γατάκια που τα συμπαθούν ιδιαίτερα. Τα βάζουν και σε φωτογραφίες διπλά διπλά με σκυλάκια με κοτοπουλάκια και γουρουνάκια και καλά φίλοι. Και δίπλα διαφήμιση Friskies με μπουκιές κοτόπουλο. Τι αλληγορικό. Θες να γίνουμε φίλοι? Ναι αμέ. Άλλα κάποια στιγμή θα σε φάω. Νιάου...



Εγώ σαν φαν των σκύλων έχω διαφορετικές συμπάθειες αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό. Το θέμα που κάθισα να γράψω σήμερα έχει να κάνει με μια καμμένη ανάλυση που έχω σκεφτεί η οποία έχει να κάνει με το διαχωρισμό γάτες - σκύλοι και την αλληλεπίδραση που έχει αυτό πάνω στην ερωτική ζωή ιδίως των γυναικών. Πάρτε ναρκωτικά.



Που λέτε η συμπάθειά μου είναι οι σκύλοι. Όχι ότι θα δω γάτα και θα φάει σουτ, όλα τα ζωάκια τα συμπαθώ, αλλά έχω αδυναμία στας σκύλοι. Τρείς είχα μέχρι τώρα στη ζωή μου, διαφορετικοί χαρακτήρες αλλά συμπαθέστατοι. Τη Τζίλντα, τον Ρόκυ και τον Τζακ. Κινηματογραφικά ονόματα. Είμαστε ψώνια. Τον τελευταίο τον είχα βγάλει Ζακ, αλλά λόγω του ότι μένω σε λαϊκή γειτονιά, τα παιδάκια δεν καταλαβαίνουν από Ζακ και τέτοια Ζαμπούνικα και αποφάσισαν ομόφωνα να τον λένε Τζακ. Ε τι να κάνω κι εγώ  Τζακ? Τζακ. Ότι θέλει ο λαός.



Και γάτα είχα. Για κάνα μήνα. Τόσο άντεξα. Την συμπαθούσα την καημένη κι αυτήν, μέχρι που κάποια στιγμή ενώ είχε κουρνιάσει δίπλα μου στον καναπέ και τη χάιδευα, παθαίνει μια παράκρουση και μου κάνει το χέρι φιλετάκια μινιόν. Έτσι χωρίς λόγο. Όπως είναι λοιπόν, άρπαγμα από σβέρκο και εκτόξευση από την πόρτα να χτυπήσει το κουδούνι του απέναντι. Μην την ξανάδατε. 



Δεν είναι λοιπόν αγαπητοί μου αναγνώσται ότι δεν το δοκίμασα, αλλά βλέπετε την αντιμετώπιση που είχα από το αιλουροειδές. Α κι εγώ την αχαριστία δεν την μπορώ. Χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις. Αλλά οι γάτες δεν καταλαβαίνουν από τέτοια. Είναι ανεξάρτητες, φιλελεύθερες, εγωίστριες, σνόμπ. Οκ. Όπως το διάλεξες αγαπητή γάτα. Αλλά μην μου ρχεσαι μετά και μου κωλοτρίβεσαι γιατί θα φας σουτ. Κι έπαιζα 17 χρόνια μπάλα. Πρόσεχε




Τώρα τελευταία έχω ένα γατί έξω απ το σπίτι που μου ρχεται όταν ταΐζω τον Τζακ και μου νιαουρίζει. Ε δεν είμαι κι άπονος του δίνω κάνα μεζέ, αλλά κοντά να το χαϊδέψω δεν έρχεται. Αλλά το περίεργο είναι ότι ενώ με φοβάται, δεν κωλώνει να μπει μέσα στο σπίτι του Τζάκ, να αρπάξει μεζέ απ το φαΐ του όταν λείπει βόλτα. Δε μασάει. Μάλλον μασάει, αλλά το φαΐ του Τζακ. Είναι κομμάντο ο γάτος σας λέω. Έχω όμως να πω στο γατούλη να προσέχει και να κάνει κουμάντο, γιατί ναι μεν είναι χαλβάς ο Τζακ αλλά με το φαΐ του δεν παίζουμε. Γιατί άκουσέ με γατούλη, είσαι πολύ κοντά στο να χωθείς ανάμεσα σε δύο ψωμάκια και να γίνεις ζεστόστ μεζές. Hot dog που λέμε. 



Τες πα πάλι ξέφυγα απ το θέμα. Το θέμα μας είναι η θεωρία που έχω περί της συμπάθειας των δύο ανωτέρω κατοικίδιων. Παρατήρησα λοιπόν ότι οι γκόμενες γενικά εγουστάρουν τας γάτας, παρά τας σκύλοι. Δεν ομιλώ στον αέρα. Το χω ψάξει το θέμα με γκάλοπ. Εννοείτε ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά γατα βάσιν, ναι συμβαίνει αυτό. Γατί άραγε? Ας δούμε.
Κατά τη θεωρία μου λοιπόν το κατοικίδιο, αντικατοπτρίζει και τα θέλω που έχει μια γυναίκα από έναν άνδρα. Γοητεύονται να ουμ οι γυναίκες με την γάτα γιατί λέει είναι πρόκληση. Δεν την κερδίζεις εύκολα, φίλη σου δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, είναι ανυπάκουη, ανεξάρτητη, ανυπότακτη, με λίγα λόγια έχει όλα τα ''αν''. Αναγούλα. Η επιτομή του παρτάκια. Μα τι γουστάρουν σ αυτό δεν το χω καταλάβει ακόμα. Α ναι δεν είμαι γυναίκα. Τες πα. Και τον άντρα λοιπόν οι περισσότερες έτσι τον γουστάρουν. Ανεξάρτητο, ανυπότακτο και λίγο στα αρχίδια του. Και να η θεωρία μου που αρχίζει και στέκει εδώ. Είναι η θεωρία του καλού παιδιού. 




Οι γυναίκες λοιπόν αηδιάζουν με το που βλέπουν τύπο που κουνάει συνέχεια το κεφάλι συγκαταβατικά, σου κάνει όλες τις χάρες, ψοφάει απ τη χαρά του μόλις σε βλέπει και γενικά είναι σκυλάκι. Θέλουν ρε παιδί μου τη γρατζουνιά στη μούρη πως το λένε. Ξενερώνουν με το πολύ ''μάλιστα κυρία Μέρκελ''. Τις καταλαβαίνω γιατί όντως να έχεις έναν φλούφλη γκόμενο να σου λέει συνέχεια ναι, ναι είναι βαρετό. Τη γουστάρεις την περιπέτεια αρκεί να μην καταλήξει σε ανίατη ασθένεια. Γιατί μετά θα αναπολείς τον φλούφλη και θα λές: Αααχχχ τι καλό παιδί που ταν αυτός ο Γιαννάκης. Μου παιρνε και μπουκίτσες Lacta Love it. Τι να κάνει άραγε αυτό το καλό παιδί. Και τον παίρνεις τηλ και απ το ringtone ακούγεται το ''Αχάριστη κι αλήτισσα''. Χμ. Η κλήση σας προωθείται...



Οι άντρες από την άλλη γουστάρουν σκύλο. Γιατί οι περισσότεροι είναι καλομαθημένοι απ τη μαμά, θέλουν υπακοή, θέλουν να τους κάνεις τις χάρες, θέλουν να είσαι σούζα, θέλουν να είσαι εκεί όποτε αποφασίσουν να ασχοληθούν μαζί σου, θέλουν να είναι ανεξάρτητοι και να κοπροσκυλιάζουν γενικότερα. Όλα αυτά ποιος θα μπορούσε να τους το δώσει άραγε? Η γάτα? Μπαααα. Ο σκύλος βέβαια. Κρυφογουστάρουν και γάτες αλλά σκύλο θα πάρουν. Με λίγα λόγια αν μιλάγαμε για γκόμενες ο σκύλος θα την η γυναίκα και η γάτα η ερωμένη. Catαλάβατε ε? Καλά ε, όλα τα χω εξηγήσει ρε πούστη μου. Θα με προσλάβει το Cosmopolitan στο τέλος το βλέπω.




Τώρα ξέρω τι θα γίνει από κάτω θα πέσει ο σχολιασμός της αρκούδας, ότι δεν είναι έτσι, εγώ έχω γάτα αλλά το αγόρι μου είναι τέλειο και μπλα μπλα μπλα. Μαλάκα. Εντάξει. Το δέχομαι. Πείτε την αν θέλετε άλλη μια καμμένη θεωρία, αλλά για ψάξτε το και λίγο. Έτσι για την ιστορία...

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΜΥΓΑΜΗΣΩ

Λοιπόν. Θα το ξεκινήσω σαν ταινία που σου πετάει το τυράκι, σου δείχνει μια βασική σκηνή του έργου και μετά ξεκινάει 5 μέρες πίσω να εξιστορεί για να σε κρατήσει σε αγωνία. Προσέξτε λοιπόν:

Γύρω στα 15 άτομα, έχουν μαζευτεί στις 7 το πρωί έξω από το αστυνομικό τμήμα χωριού σε ακριτικό νησί, όχι γιατί ξύπνησαν να πάνε εκκλησία, αλλά γιατί είναι ντίρλα απ το προηγούμενο βράδυ. Τους μάζεψαν για αυτό? Όχι βέβαια. Δύο ώρες πριν έξω από το καμένο Bitch Bar (η ορθογραφία είναι σωστή) είχε συμβεί ένα ατύχημα. Συνάδελφος των αστυνομικών με πολιτικό αμάξι, παρασύρει με το αυτοκίνητό του δύο κοπέλες που περπατούσαν 5 το πρωί σε σκοτεινό δρόμο. Η μία κοπέλα τραυματίζεται, και πέφτει μέσα σε χαντάκι. Η άλλη σε κατάσταση σοκ αλλά σώα. Με τα πολλά έρχονται ασθενοφόρα, περιπολικά και τελικά όλοι οι συμμετέχοντες καταφθάνουν στο τοπικό τμήμα όπου καλούνται να δώσουν κατάθεση. Η μία εκ των δύο κοριτσιών φανερά σοκαρισμένη, μπαίνει μέσα στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας να εξιστορήσει τα γεγονότα, φορώντας διαφανές λευκό φόρεμα χωρίς εσώρουχα...
Δηλαδή, όχι πέστε μου, αν ήταν ταινία θα είχατε παραγγείλει πίτσα ναι η όχι? Αλλά όπως προείπα αυτό ήταν το τυράκι. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν κανονικά. Απ το κουβέρ...


Εν έτη λοιπόν 2010 καλοκαιράκι στο νησί και ως συνήθως έχουμε ξεμείνει οι γνωστοί παρακμιακοί, στο παραθαλάσσιο Bitch Bar, όπου barwoman/φίλη μας έχει αναλάβει την καταστροφή μας. Ο χρόνος περνά, χαχαχα και έφτασε κατά τις πέντε η ώρα του αποχωρισμού. Δεν γαμεί κανείς κανέναν απ ότι φαίνεται και λέμε να πληρώσουμε. Ε άντε να βρεις πορτοφόλι τώρα. Οι φίλες μας όμως είναι ανυπόμονες. Θέλουν να φύγουν. Δεν μας άντεχαν άλλο? Δεν έπαιζε θέμα στο μπαρ? Θέλουν να πάνε για ψάρεμα το πρωί? Δεν ξέρω. Πάντως ξεκινούν ποδαράτο χωρίς εμάς να καλύψουν μια απόσταση 2 χλμ προς το σπίτι. 
Εμείς προσφερθήκαμε αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. Τέλος πα, ξεκινούν μπας και κάψουν καμιά θερμίδα απ τα Heig.

Ο ήλιος βρίσκεται στη φυσούνα του γηπέδου και είναι έτοιμος να μπει στον αγωνιστικό χώρο, όπου θα κάνει το πλήθος να αλαλιάζει. Οι αγαπητές μου φίλες προχωρούν ακάθεκτες προς την ζεστή θαλπωρή των σπιτιώνενε και εμείς λέμε τις τελευταίες μαλακίες προς την μπαργούμαν, μπας και, φορώντας τα μπουφάν μας. Και ξάφνου.....μπαμ...




Είχε συμβεί το μοιραίο. Από το πουθενά αμάξι μες την ερημιά, συνάντησε άλλο μηχανάκι μες την ερημιά, που συνάντησαν τις δυο κοπέλες μες την ερημιά, ακριβώς στην ίδια κάθετη ευθεία σε δρόμο μήκους 8 χιλιομέτρων μες την ερημιά. Ναι. Έγινε αυτό. Ε άμα δεν σε πάει. Η κατάσταση μου θύμισε παλαιότερο περιστατικό, όπου ένα βράδυ, καθόμαστε σε κλειστή καφετέρια και πίνουμε ούζα μέχρι το ξημέρωμα. Δεν έχει περάσει ούτε ποδήλατο για τρεις ώρες, όπου σε κάποια στιγμή ακούγεται θόρυβος από μηχανή εντούρο να φτάνει από μακρυά. Εκεί, γάτα αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα της και πάει να διασχίσει το δρόμο. Και μπούπ. Δηλαδή τι timing είχε η γάτα και ο μοτοσικλετιστής, ώστε να συναντηθούν εκείνο ακριβώς το νανοδευτερόλεπτο?. Ε είπαμε. Άμα δεν σε πάει όσο γάτος και να είσαι...




Δεν χώρεσε λοιπόν τόσος κόσμος στην ίδια ευθεία και κάποιος έπρεπε να βρεθεί εκτός. Ποιος? Ο χωρίς πανοπλία. Ε και χτύπησε η φίλη μας. Εντάξει ακολούθησαν σκηνές που μας έκαναν να ξεχάσουμε τα πόσα ουίσκι είχαμε πιει, αλλά τες πα δεν θα πιάσω την βαριά πλευρά του θέματος. Όπως προείπα λοιπόν, κατέφθασαν μπατσικά, ασθενοφόρα, άσχετοι πιωμένοι και γκομενάκια που δεν τα βλέπαμε καλά στο σκοτάδι. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το ασθενοφόρο παίρνει τη φίλη μας και την μεταφέρει στην πόλη, καμιά ώρα μακρυά απ το σημείο. Οι υπόλοιποι διαπλεκόμενοι πάμε να δώσουμε κατάθεση στο τμήμα. Γαμώ.

Τυχερή φίλη, δεν έχει υπολογίσει όμως ότι θα βρεθεί σε δημόσια υπηρεσία στα καλά καθούμενα πιωμένη, 7 το πρωί με διαφανές λευκό φόρεμα χωρίς εσώρουχα. Ευελπιστούσε η βραδιά να καταλήξει αλλιώς. Κι εμείς αγαπημένη μου πόσες φορές να ξερες το χουμε πει αυτό. Αλλά η πουτάνα η ζωή πως τα φέρνει, είπαμε. Και να μαστε όλοι μαζί μια ωραία ατμόσφαιρα σε χάλια κατάσταση να προσπαθούμε να εξηγήσουμε το τι εσυνέβη στους κυρίους πόλισμαν.




Κι εκεί λοιπόν, ο ήλιος ο ηλιάτορας που λέγαμε, έχει βγει τελείως από τα αποδυτήρια και ρίχνει τις πρώτες αστραφτερές του ακτίνες πάνω στο λευκό υπέροχο φόρεμα της φίλης μας, όπου διαγράφει τις υπέροχες καμπύλες της. Τότε διαπιστώνουμε χωρίς λύπη ότι κάτι λείπει.  Η φίλη μας δεν φοράει εσώρουχα. Oh god. Επειδή έχουμε πιεί ολίγον τι, το εξετάζουμε εξονυχιστικά το θέμα από πολλές οπτικές γωνίες  Ω ναι. Το κανε. Και περιμένει να δώσει κατάθεση. Εμείς χαμογελάμε σε ήπιους τόνους, μην μας περάσουν και για γουρούνια. Ώσπου γίνεται το εξής: Μύγα Β-52 ολίγον όρτσα ψάχνει ελεύθερο διάδρομο προσγείωσης και τελικά τον βρίσκει. Που? Πάνω στα οπίσθια της καλής μας φίλης. Εκεί εντάξει, κάθε ίχνος σοβαρότητας χάθηκε όταν βλέποντας τη διαδρομή και την κατάληξη σκουντάω τον Χριστάκη δίπλα του δείχνω τη μύγα πάνω στα οπίσθια και του λέω:



 Τότε που λέτε άρχισε η μαλακία. Πως την λένε ρε παιδί μου την παροιμία που λέει ότι δεν γίνεται γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο. Ε κάτι τέτοιο πάθαμε. Μπουκάρουμε λοιπόν όλοι στο τμήμα και αρχίζουμε να δοκιμάζουμε τα αλκοτέστ κάνοντας διαγωνισμό να δούμε ποιος έχει πιει πιο πολύ. Μόνο φωτογραφίες να φοράμε τα καπέλα των αστυνομικών δεν βγάλαμε. Λίγο θέλαμε όμως. Καλά δεν σας θυμίζει λίγο εκείνη την ταινία το Hangover? Τώρα μου ρθε ο παραλληλισμός...


Τελειώνουμε το λοιπόν τις καταθέσεις και ξεκινάμε να πάμε στο νοσοκομείο να δούμε τι γίνεται με την φίλη μας. Μπροστά κάθεται ο Χριστάκης δίπλα φίλη άσπρο φόρεμα και πίσω εγώ. Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει κι έχω αρχίσει να λέω μαλακίες βαθμολογίας 10/10. Σοβαρότης μηδέν. Ρε γαμώτο δεν θυμάμαι τις ατάκες. Μια που μου ρθε είναι που η φίλη μας ψάχνει να βάλει ζώνη στο αμάξι αλλά επειδή είναι ολίγον κοντή, δεν της έρχεται και πολύ στα μέτρα της και την τραβάει πάνω απ τα βυζιά να τη φορέσει. Εκεί βγήκε η λέξη που μας συνόδεψε όλο το καλοκαίρι του 2010.

Να ανέβει η ζώνη = Ανεβυζόνι.


Αρχίζουν και οι άλλοι να λένε ανάλογες μαλακίες και τελικά φτάνουμε στο νοσοκομείο σχεδόν κλαίγοντας απ τα γέλια. Καμία επαφή με την κατάσταση. Αλλά είπαμε. Η παροιμία. Και τότε...
 

Και τότε η φίλη μας ως άλλη γιατρίνα σκάει στους διαδρόμους του νοσοκομείου με το αποκαλυπτικό της φόρεμα ψάχνοντας την φίλη μας. Το νοσοκομείο σε κατάσταση συναγερμού. Κεφάλια γιατρών βγαίνουν σαν τα σαλιγκάρια έξω από τις πόρτες και παππούδες καταπίνουν πέντε πέντε τα Σαλοσπιρ μην τους έρθει κάνας ταμπλάς. Απτόητη συνεχίζει την διαδρομή όπου βρίσκουμε την άλλη φίλη μας. Έχει χτυπήσει το χέρι της αλλά πάλι καλά δεν έχει κάτι σοβαρότερο. Όλα υπό έλεγχο.

Κι έτσι που λέτε η αφήγησή μας τελειώνει κάπου εδώ. Δεν θέλω να γράψω επίλογο σ αυτήν την ιστορία γιατί έτσι κι αλλιώς άρχισε απ το κέντρο με το τυράκι που σας πέταξα. Θα κλείσω λοιπόν με την σκηνή όπου έχουμε στεναχωρηθεί πολύ με το συμβάν και βγαίνουμε όλοι μαζί στο προαύλιο. Εκεί προσπαθούμε να της φτιάξουμε λίγο το κέφι, φίλης με το άσπρο φόρεμα.
- Ρε συ άμα έβαζες κάνα σαμπό θα σουν ίδια νοσοκόμα με τα λευκά.
- Είστε μαλάκες
- Αλλά νομίζω ότι χάνεις λίγο στο ύψος. Μήπως αντί για σαμπό θα πρεπε να φορέσεις σκαμπό?..:Ρ
Ε της το φτιάξαμε....




Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΓΥΜΝΟΙ ΣΤΟ HILTON

Σήμερα είχα ένα ραντεβού στο Hilton για μια φωτογράφιση. Όχι δεν ομόρφυνα απότομα. Το ραντεβού ήταν με έναν φωτογράφο και μια φίλη μου, για να κανονίσουμε πως θα φωτογραφηθεί μια σειρά προϊόντων με βάση το ελαιόλαδο. 



Φάε λάδι κι έλα βραδύ λένε, αλλά το ραντεβού ήταν κανονισμένο στις 6 στην πισίνα. Βρισκόμαστε λοιπόν, καθόμαστε σ ένα τραπεζάκι και μπλα μπλα μπλα. Ε ας παραγγείλουμε και κάτι. Στο Hilton ε? Ένα νερό. Όχι εντάξει δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο τσιφουτιάς, αλλά την σακουλεύτηκα. Τέλος πάντων ας πάει και το παλιάμπελο λέω. Ένα καφέ, μια μπύρα κι ένα χυμό. Λογαριασμός? 25 ευρώ. Μάλιστα. Ε ρε Jumbo που σας χρειάζεται. Αλλά εντάξει. Ήξερα που είχα βρεθεί κι από την άλλη τελικά δεν πλήρωσα εγώ. Πάλι καλά. Σώθηκε το θέμα. 


Το θέμα μας όμως δεν είναι αυτό. Το θέμα μας είναι ότι με τη συνάντηση αυτή θυμήθηκα ένα παλιό ξεχασμένο γεγονός που έζησα στην πισίνα του Hilton τα παλαιά ωραία μετ εφηβικά μου χρόνια. Ακούστε λοιπόν.

Πριν αρκετά χρόνια λοιπόν, ένα όμορφο ζεστό καλοκαίρι τα έφτιαξα με μια κοπελίτσαααα. Τι κοπελίτσα δηλαδή, αυτή ήταν κινούμενη καταστροφή. Για να καταλάβετε περίπου για τι μιλάω την πρώτη μέρα που τα φτιάξαμε, με έπεισε να της δώσω το μηχανάκι μου να γυρίσουμε σπίτι, ενώ δεν ήξερε ούτε ποδήλατο. Τέλος πάντων το πήρα χαμπάρι γρήγορα πριν φουντάρουμε σε κανα χαντάκι και την κατέβασα κάτω. Η καταιγίδα όμως, μόλις ξεκινούσε.



Μετά από διάφορα ανάλογα περιστατικά που περάσαμε, γυρνάμε στην Αθήνα όπου η γλυκιά μας σχέση συνεχίζεται. Εγώ είμαι σε κατάσταση τρελής αφραγκίασης αφού μόλις πριν κάτι μήνες είχα απολυθεί από φαντάρος και δεν υπήρχε σάλιο. Η κοπελίτσα μου πέρα από την παλαβομάρα της όμως, ξηγιόταν πολύ εντάξει και με supportαρε υπέρ του δέοντος. Μια μέρα λοιπόν έχουμε βγει έξω και περιμένουμε ταξί κάπου απέναντι απ το Hilton.

Δεν λέω, έχω μια δόση παλαβομάρας κι εγώ που παλαιότερα έφτανε και σε σημεία άντε γειά σου, άλλα η κοπελίτσα μου, μου ριχνε στ αυτιά σ αυτό το θέμα. Πρώτη φορά έβρισκα άνθρωπο που με τραβούσε τόσο έξω από τα όριά μου κι αυτό άλλες φορές ήταν συναρπαστικό, άλλες φορές τρομακτικό. Κάπου εκεί ανάμεσα ισορροπούσε και η σχέση μας. Είχα αντοχές τότε.




Περιμέναμε λοιπόν που λέτε, ταξί στις 4 το πρωί. Εκεί κάτι της λέω, κάτι μου λέει και σε κάποια φάση μου τραβάει ένα σουτ στο πόδι. Της ρίχνω κι εγώ ένα τάκλιν και μην τα πολυλογώ έχουμε βρεθεί να γυρίζουμε σκηνή Τσάκι Τσαν στην Βασιλίσσης Σοφίας στα καλά καθούμενα. Μέσα στα πλαίσια της πλάκας που συνέβαινε όλο αυτό μου πετάει σε μια στιγμή την ατάκα: 
- Έχεις πάει ποτέ στο Hilton?
- E? της λέω. Όχι

- Πάμε μου λέει.

Και πριν καν απαντήσω αν θέλω, με τραβολογάει προς την είσοδο.
- Παιδάκι μου είσαι χαζό της λέω? Που με πας?

- Ε πάμε μου λέει ρε. Μέχρι την πισίνα να κάτσουμε λίγο. 
- Ρε είσαι τρελή της λέω. Δεν είμαστε πελάτες. Και είναι τέσσερις το πρωί. Και κοίτα πως είμαστε. Θα φάμε ξύλο.
- Σταμάτα ρε συ μου λέει. Το πολύ πολύ να νοικιάσω ένα δωμάτιο για σήμερα.
- Ε δεν πας καλά.
Ε δεν της πήγα άλλο κόντρα γιατί μέσα μου ήθελα να την κάνω κι εγώ αυτή τη μαλακία. Δεν είχα πάει και ποτέ μου στο Hilton είπαμε. Και σκάμε μύτη.

Με στυλ δισεκατομμυριούχας που όμως έχει ντυθεί χίπισσα από άποψη, μπουκάρει μέσα στο Hilton σέρνοντας τον άλλο κακόμοιρο χίπη, εμένα απ το χέρι και χωρίς να δώσει σημασία καν στην αποστειρωμένη ρεσεψιονίστ, που μας κοιτάζει αποσβολωμένα, οδεύουμε προς την πισίνα. 
Εκεί αποθέτουμε πάνω σε μια ξαπλώστρα ότι μαλακίες κουβαλάγαμε και απλωνόμαστε ως άλλοι Ωνάσηδες, χαζογελώντας με τη μαλακία που μας έπιασε. 



Σε κάποια φάση ζευγαράκι ξένων κατεβαίνει κι αυτό στην πισίνα, αποθέτουν κι αυτοί τα συμπράγκαλά τους, τα πετάνε όλα και πέφτουν γυμνοί μέσα στην πισίνα. Ε καταλάβατε. Με το που το βλέπει αυτό η δικιά σου, τα πετάει όλα κι αυτή και πέφτει μέσα. Έχω μείνει μαλάκας αλλά θέλω και να πεθάνω στα γέλια.
- Έλα μου λέει. Είναι πολύ ωραία.
- Ρε πάει το χασες της κάνω. Ρε θα μας δείρουν και τον είδα εγώ αυτόν στην πόρτα. Έχει ένα χέρι σα κουπί. 
- Έλα σου λέω ρε ξενέρωτε. Είναι τέλεια.
Ε μια ψυχή που να να βγει λέω ας βγει. Τα πετάω κι εγώ όλα λοιπόν και πέφτω μέσα.



Τι ωραία αίσθηση που είναι, όταν τ απαυτά σου ανεμίζουν ελεύθερα στο κύμα, απαγκιστρωμένα από την καταπίεση που ένιωθαν όλη την μέρα μέσα στο βρακί. Ααααχ. Νιώθεις άλλος άνθρωπος ρε παιδί μου. Και να οι απλωτές και δώστου ύπτιο και να γελάκια. Γκαρσόν, δυό ποτήρια σαμπάνια σε παρακαλώ. Μα ποιοι είμαστε τέλος πάντων Οι Κένεντι?

Γκαρσόν δεν υπήρχε 5 το πρωί απ ότι θα φαντάζεστε, ούτε κανείς άλλος γιατί αν ήταν θα βρισκόμασταν από την άλλη πλευρά του Hilton κατά Ευαγγελισμό μεριά. Αλλά η κοπελίτσα μου θέλει να δοκιμάσει την τύχη της. Την τύχη μας καλύτερα. Κολυμπάει προς το γυμνό ζευγάρι και τους ζητάει τσιγάρα. Δεν έχουν ούτε αυτοί τσιγάρα και τότε κάνει την κορυφαία καφρίλα. Βγαίνει απ την πισίνα, φοράει τα ρούχα της και όπως είναι μουσκίδι, ανεβαίνει στην ρεσεψιόν να αγοράσει...(!)


Εντάξει. Ψάχνω γωνία να βουτήξω. Το χω σιγουράκι ότι θα φάμε ξύλο. Ε αφού προς τα κει πάει. Ας ντυθώ λέω καλύτερα, μην πούνε και στην μάνα μου αύριο, ότι ο γιος σας βρέθηκε νεκρός να επιπλέει στην πισίνα του Hilton γυμνός. Ας πεθάνω ντυμένος και αξιοπρεπής. Και περιμένω το μοιραίο. 



Η καλή μου η κοπέλα γυρνάει. Μόνη της. Χωρίς συνοδεία και χωρίς τσιγάρα.
- Τι έγινε ρε της λέω?
- Τους μαλάκες ολόκληρο Hilton και δεν έχουν τσιγάρα. Το πιστεύεις αυτό?
- Δεν είχαν? Και τι έκανες?
- Άσε έκανα ολόκληρη φασαρία. Φώναζα στην ρεσεψιόν, ''τι ξενοδοχείο ειν αυτοοοοοό, δεν υπάρχει εξυπηρέτηση εδω μέεεεεσα, είναι δυνατόν να μην έχετε τσιγαρααααααααα!!!???''

Λοιπόν. Το πήρα απόφαση. Θα με βρούνε κομματάκια σε μαύρη σακούλα πίσω απ το ξενοδοχείο. Είναι παλαβή πάει και τελείωσε. Ήταν ικανή να τους κάνει και μήνυση. Θεούλη μου, θα μαι καλό παιδί απο δώ και πέρα στο υπόσχομαι. Γλίτωσε με τώρα όμως.




Πάμε να φύγουμε ΤΩΡΑ της λέω. Μα κάτσε λίγο μου λέει. Πάμε της λέω η θα φύγω μόνος μου. Και τελικά την πείθω, παίρνουμε τα πράγματα και ανεβαίνουμε τα σκαλιά προς την ρεσεψιόν. Κι εκεί απλά θέλω να φανταστείτε την σκηνή όπου δύο τυπάκια μούσκεμα από πάνω ως κάτω, με τα παπούτσια τους να κάνουν πλάφ πλόφ πάνω στα μάρμαρα, να περνάνε μπροστά απ τη ρεσεψιόν του Hilton και να αφήνουν πίσω τους ένα μικρό ποταμάκι...


Εντάξει. Οι τύποι εκεί στο ξενοδοχείο δεν ξέρω αν είχαν δει κάτι παρόμοιο ποτέ, αλλά δεν βγάλαν τσιμουδιά. Περνάμε σαν κύριοι που λέτε από την είσοδο βρίσκουμε και το ταξάκι μας και πάμε σπίτι. Τη γλίτωσα...

Κι έτσι ολοκληρώνεται το στόρυ. Εντάξει. Απ τις κορυφαίες ιστορίες που μου χουν συμβεί νομίζω. Με την κοπελίτσα η σχέση μας τελείωσε μετά από μερικές εβδομάδες και δεν ξέρω αν είχε συνεχιστεί τι άλλη παλαβομάρα θα μπορούσα να χω κάνει μαζί της. Ήταν ωραία όμως και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Άλλωστε αυτό δεν είναι και το αλατοπίπερο της ζωής?. Και ίσως και το νόημα της? Η τρέλα...




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...