Απόσπασμα από το βιβλίο ''Επιβάτες των Χριστουγέννων'' εκδόσεις Υδροπλάνο.
Του Παναγιώτη Λαμπρίδη
Ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Το κινητό μου είχε γεμίσει από μηνύματα συμπαράστασης. Η Αλεξάνδρα μου κρατούσε σφιχτά το χέρι στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου και δεν μου το άφησε λεπτό. Αναγκάστηκε να το κάνει μόνο όταν από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε ο αριθμός της πτήσης μου για Βαρκελώνη. Καλή τύχη, καλή τύχη μου επανέλαβε αρκετές φορές ενώ με κοίταζε βαθιά στα μάτια έτσι όπως καμία άλλη φορά δεν με είχε κοιτάξει. Η γυναίκα που ερωτεύτηκα, η γυναίκα που είμαστε μαζί από παιδιά και που αποφασίσαμε να ζήσουμε ως τα γεράματά μας, με κοιτούσε έτσι όπως δεν με είχε κοιτάξει ποτέ όσα χρόνια είμαστε μαζί. Όλα θα πάνε καλά της είπα, μην φοβάσαι. Προχώρησα στο τσεκ ιν. Το μυαλό μου είχε γεμίσει με εικόνες. Ο Γιαννάκης μου να μου χαμογελά μπροστά στην πόρτα μας, ο αδερφός μου αμίλητος να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας κι η μάνα μου να μου βάζει στο χέρι ένα σταυρουδάκι, φυλαχτό για καλή τύχη. Όλοι εκεί. Μια ομάδα μια οικογένεια κι εγώ αυτός που θα έβγαινε μπροστά. Αποσκευές δεν είχα μόνο μια τσάντα χειρός και το λάπτοπ μου. Δεν θα έμενα και πολύ στη Βαρκελώνη. Μια ζαριά ήταν. Το τουρνουά πόκερ κρατούσε μόλις μια μέρα. Προχώρησα προς την αίθουσα επιβίβασης. Παντού έβλεπες γιρλάντες, λαμπιόνια και στολισμένα δεντράκια. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και ο κόσμος χαρούμενος τριγύρω περίμενε ανυπόμονα να ταξιδέψει σε έναν προορισμό που ίσως ονειρευόταν για καιρό. Χριστούγεννα στην Βαρκελώνη. Τέλεια. Όλοι χαμογελούσαν, μόνο εγώ είχα ένα πρόσωπο ανέκφραστο. Τσέκαρα το εισιτήριο μου, μπήκα στη φυσούνα και σε λίγα λεπτά βρισκόμουν στη θέση 34Α δίπλα στο παράθυρο. Κάθισα και περίμενα την απογείωση. Το αεροπλάνο γλίστρησε γρήγορα στο διάδρομο και σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόμασταν στον αέρα. Οι φωτεινή ένδειξη έσβησε σύντομα και έβγαλα το κινητό μου να επιβεβαιώσω την ώρα που θα ξεκινούσε το τουρνουά. Δεν ήμουν ποτέ εθισμένος στο τζόγο και σαφώς το πρόβλημά μου δεν είχε καμία σύνδεση με αυτό. Όμως κατά διαβολική σύμπτωση φαινόταν να είναι και η μοναδική μου ελπίδα. Μια κίνηση απελπισίας. Το πατρικό μου σπίτι στην Καλλιθέα ήταν υποθηκευμένο. Άνεργος εδώ και 2 χρόνια εγώ και η μισή Ελλάδα, διέξοδος δεν υπήρχε πουθενά. Η τράπεζα ζητούσε τα λεφτά της και το ενδεχόμενο να βρισκόμασταν στο δρόμο εγώ κι η οικογένειά μου μεγάλο. Ακόμα μικρότερο όμως ήταν το ποσοστό που είχα να κερδίσω τα χρήματα που χρειαζόταν για να σώσουμε το σπίτι μας. Μία στις τρακόσιες. Η τύχη με είχε βοηθήσει με το παραπάνω θα μπορούσα να πω και είχα κερδίσει ένα εισιτήριο ανάμεσα σε πέντε χιλιάδες άτομα για το τουρνουά μέσω της πλατφόρμας που το διοργάνωνε, όμως τώρα χρειαζόταν να κάνω πολύ περισσότερα και όχι μέσω υπολογιστή. Ζωντανά σε τραπέζι. Άνοιξα και το λάπτοπ μου μήπως να έκανα και λίγη προπόνηση όση ώρα θα ταξιδεύαμε. Αλλά που μυαλό. Είχα τόσα πολλά μαζεμένα στο κεφάλι μου που σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να ηρεμήσω. Έκλεισα το λάπτοπ και έκανα ένα νεύμα στην αεροσυνοδό. Ένα ποτήρι κρασί θα ήθελα παρακαλώ. Βεβαίως κύριε. Λευκό κόκκινο? Λευκό μια χαρά είναι το λευκό. Έγειρα πίσω στη θέση μου η αεροσυνοδός μου έφερε ένα μικρό μπουκαλάκι με ένα πλαστικό ποτήρι. Το γέμισα το ήπια σχεδόν όλο με δυο ρουφηξιές. Το κρασί με χαλάρωσε λίγο αλλά όχι και αρκετά για να μου διώξει κάθε σκέψη. Θα έπρεπε να πιώ μερικά ακόμα αλλά ήθελα να ήμουν νηφάλιος αυτές τις μέρες. Ένα είπα λοιπόν. Ένα και καλό. Οι ώρες πέρασαν και σε μερικά λεπτά θα προσγειωνόμασταν στο Αεροδρόμιο El Prat de Llobregat της Βαρκελώνης. Ο καιρός για Δεκέμβριο ήταν σχετικά καλός και όσο πλησιάζαμε μπορούσες να δεις από ψηλά όλη την ακτογραμμή. Της Ελλάδος της Ιταλίας και τώρα της Ισπανίας. Ήταν πολύ όμορφή πόλη η Βαρκελώνη. Ένας προορισμός που πάντα ήθελα να επισκεφθώ αν και με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν θα μπορούσα να την ευχαριστηθώ όσο ξένοιαστα θα ήθελα. Προσγειωθήκαμε ομαλά και σε λίγα λεπτά βρισκόμουν στην αίθουσα παραλαβής αποσκευών όπου θα περίμενα το μικρό μου σακβουαγιάζ. Ο χρόνος κυλούσε οι βαλίτσες περνούσαν σωρηδόν από μπροστά, η δικιά μου όμως πουθενά. Προς το τέλος κι αφού είχα γυρίσει σε ολόκληρο τον διάδρομο είδα ένα μικρό σακβουαγιάζ που έμοιαζε με το δικό μου, όμως αυτό ήταν μαύρο ενώ το δικό μου σκούρο μπλε. Το σήκωσα στα χέρια μου να το επιβεβαιώσω και όντως δεν ήταν το δικό μου. Ιδιά μάρκα, ίδιο μέγεθος όμως διαφορετικό χρώμα. Έψαξα να δω τι γράφει το καρτελάκι. Κλάρα Μηλιωτάκη. Κοίταξα τριγύρω μα δεν είχε μείνει σχεδόν κανείς να αναζητά βαλίτσα. Σκέφτηκα πως μάλλον είχε γίνει μπέρδεμα. Στάθηκα να την κρατάω και είπα να πάω στις πληροφορίες να αναφέρω την απώλεια και το υποτιθέμενο λάθος που είχε κάνει η γυναίκα όμως δεν πρόλαβα να προχωρήσω. Μια φωνή πίσω από την πλάτη μου με σταμάτησε.
-Ε ψιτ κύριος. Ο σάκος σου είναι αυτός?
Γύρισα το κεφάλι μου κει είδα μια κοπελίτσα όχι πάνω από είκοσι εικοσιδύο να με κοιτάει κρατώντας το μπλε σκούρο σακίδιό μου. Της χαμογέλασα.
-Ναι σε ευχαριστώ, μάλλον μπερδευτήκαμε ε?
-Όπως φαίνεται, μου είπε και χαμογέλασε και αυτή.
-Με συγχωρείς για το μπλέξιμο. Εγώ φταίω. Μιχάλης έτσι?
-Ορίστε?
-Μιχάλης λέω, Μιχάλη δεν σε λένε? Το είδα στο ταμπελάκι.
-Α ναι ναι. Κι εσύ είσαι η Κλάρα έτσι? Κι εγώ σε κατασκόπευσα λίγο από ότι φαίνεται. Χαμογέλασε.
-Ναι κι εγώ είμαι η Κλάρα. Χάρηκα πολύ. Λοιπόν σε χαιρετώ. Καλά Χριστούγεννα μου είπε κι απομακρύνθηκε σιγά σιγά προς την έξοδο. Πήρα την αποσκευή μου στα χέρια. Δεν έκανα τον κόπο να την ανοίξω να ελέγξω αν λείπει κάτι. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα τίποτα σπουδαίο να μεταφέρω εκτός από μερικά ρούχα αλλά δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος. Η Κλάρα φαινόταν γλυκό κορίτσι. Αν κι από εμφάνιση θα μπορούσες να πεις ότι ήταν λίγο εκκεντρική. Φορούσε μαύρες χοντρές μπότες με ένα καρό κόκκινο πουκάμισο δεμένο στη μέση. Είχε κοντό καρέ μαύρο μαλλάκι με διάσπαρτες μπλε και χρυσαφένιες ανταύγειες, και ένα σκουλαρίκι περασμένο στο φρύδι κι ένα στο κάτω χείλος. Χαρακτηριστικά πάντως που δεν θα με εμπόδιζαν να εμπιστευθώ οποιονδήποτε γιατί είχα μάθει να ζυγίζω τους ανθρώπους από τον λόγο και το βλέμμα τους. Δύσκολα θα έπεφτα έξω. Δεν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και το τηλέφωνό μου χτύπησε. Ήταν η γυναίκα μου.
- Αλεξάνδρα.
- Έλα Μιχάλη μου έφτασες όλα καλά?
- Ναι Αλεξάνδρα μου όλα μια χαρά. Είμαι στην αίθουσα αφίξεων και περπατάω προς την έξοδο να πάρω ταξί. Μόλις φτάσω στο ξενοδοχείο θα σε πάρω εγώ.
- Εντάξει γλυκέ μου. Σ αγαπώ.
- Κι εγώ πολύ! Φιλιά στο Γιάννη μας και τη μαμά.
Έκλεισα το τηλέφωνο και προχώρησα προς την έξοδο. Η περιοχή που βρισκόταν το ξενοδοχείο μου ήταν στο El Raval κοντά στο Μουσείο σύγχρονης τέχνης. Στάθηκα μπροστά στην πιάτσα. Η ουρά αναμονής μεγάλη φυσιολογικό γεγονός με τόσο κόσμο. Άφησα κάτω το σάκο μου και έβγαλα το πορτοφόλι μου να δω την ακριβή διεύθυνση.
-Κάτι έχασες πάλι? Ακούστηκε από πίσω μου μια γνώριμη φωνή. Η Κλάρα στεκόταν πάλι μπροστά μου και χαμογελώντας με ρώτησε αν περιμένω κάποιον εδώ.
-Όχι της απάντησα, απλά ψάχνω να βρω τη διεύθυνση του ξενοδοχείου που μένω για να καθίσω στην ουρά εδώ στα ταξί.
-Α και που μένεις?
-Να εδώ. Ξενοδοχείο Peninsular στο El Raval.
-Δίπλα είμαστε μου αποκρίθηκε με έναν τόνο ευχαρίστησης.
-Εγώ μένω εδώ πιο κάτω στο Ronda αλλά μπορούμε αν θες να μοιραστούμε το ταξί. Δέχεσαι? Δεν το σκέφτηκα και πολύ.
-Δέχομαι.
Μετά από κάνα εικοσάλεπτο αναμονής μπήκαμε στο ταξί με την Κλάρα. Της έριχνα περίπου 30 χρόνια θα μπορούσε να ήταν και κόρη μου αν είχα αποφασίσει να κάνω παιδιά μικρότερος αλλά ο τρόπος και η ομιλία της σου έδιναν την εντύπωση μιας πολύ πιο ώριμης σε ηλικία γυναίκας. Τι κι αν όλη της η εμφάνιση δεν σε προδιέθετε για αυτό, με είχε κερδίσει. Και ένιωθα κάπως χαρούμενος να πω την αλήθεια που είχα βρει έναν άνθρωπο εδώ μακριά από το σπίτι μου να πω δυο κουβέντες.
-Και τι σε φέρνει εδώ στην Βαρκελώνη Μιχάλη με ρώτησε. Μπας κι ήρθες να δεις κανέναν αγώνα?
-Μπα της είπα, που τέτοια τύχη. Άλλες σκοτούρες έχω εγώ καλή μου. Άσε με εμένα. Πες μου για σένα τι κάνεις εδώ.
-Α δεν θα το πιστέψεις. Αλλά κέρδισα ένα εισιτήριο για το τουρνουά πόκερ που θα γίνει στο Καζίνο της Βαρκελώνης. Ξέρεις από πόκερ; με ρώτησε χαμογελαστά.
Έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Μετά με έπιασε νευρικό γέλιο.
-Γιατί γελάς? Ε ούτε κι εσύ θα το πιστέψεις αλλά εγώ είμαι άλλος ένας που κέρδισε εισιτήριο για το τουρνουά. Η Κλάρα γούρλωσε τα μάτια της νομίζοντας ότι της έκανα πλάκα.
-Μη με κοιτάς δεν σε κοροϊδεύω. Φαίνεται ότι θα κονταροχτυπηθούμε.
Αλλά πως να κονταροχτυπηθούμε. Η Κλάρα από όσο κατάλαβα με τα λεγόμενά της στη συνέχεια ήταν σχεδόν μια επαγγελματίας παίχτρια ενώ εγώ απλά ένας απελπισμένος τυχοδιώκτης. Μέχρι να φτάσουμε στα ξενοδοχεία μας, της είπα και την δική μου ιστορία. Κάθισε και με άκουγε σχεδόν αμίλητη. Έδειχνε να με καταλαβαίνει αλλά περισσότερο το βλέμμα της έδειχνε σαν αν μην πίστευε αυτό που μου συνέβαινε. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο της. Κατεβαίνοντας από το ταξί γύρισε με κοίταξε και μου είπε.
-Καλή τύχη Μιχάλη και για αύριο και στη ζωή σου. Αύριο που ξεκινά το τουρνουά θα είμαι στο λόμπι μια ώρα πριν. Έλα να με βρεις.
Τη έγνεψα το κεφάλι θετικά και είπα στον ταξιτζή να συνεχίσει προς το δικό μου ξενοδοχείο. Τι περίεργο κορίτσι σκέφτηκα. Μόλις 20 χρονών και παίρνει μόνη της αεροπλάνα να πάει στη Βαρκελώνη να παίξει σε τουρνουά πόκερ. Εγώ 20 χρονών ούτε στο λεωφορείο για Φάληρο δεν έμπαινα. Αλλά αυτός ήμουν εγώ. Πάντα να τριγυρίζω σε ασφαλή μονοπάτια. Μέχρι που οι καταστάσεις με έσπρωξαν σε αυτό που δεν πήρα ποτέ στη ζωή μου. Το ρίσκο. Έφτασα στο ξενοδοχείο μου. Ήταν πάνω σε έναν όμορφο δρόμο της Βαρκελώνης και ο στολισμός των Χριστουγέννων τον έκανε ακόμη ομορφότερο. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και πήρα την Αλεξάνδρα τηλέφωνο. Μιλήσαμε για λίγη ώρα και της είπα για το ταξίδι, για την Βαρκελώνη και για αυτή την σχεδόν απίστευτη σύμπτωση που είχα με το κορίτσι στο αεροδρόμιο. Μού είπε ότι όλα στο σπίτι ήταν καλά μίλησα και λίγο με τον γιό μου.
– Καλή επιτυχία μπαμπά και όταν γυρίσεις θέλω να μου φέρεις μια φανέλα του Μέσι. Και άμα τον δεις να του πει ότι μια μέρα θα γίνω κι εγώ τόσο μεγάλος ποδοσφαιριστής όσο αυτός. Γέλασα.
-Θα του το πω γλυκέ μου του είπα, τους χαιρέτησα και μπήκα στο μπάνιο να κάνω ένα γρήγορο ντους και να ξεκουραστώ.
Το τουρνουά θα ξεκινούσε την επόμενη το μεσημέρι και ήθελα να βιαστώ για να έχω λίγο χρόνο να κάνω και μια βόλτα στη Βαρκελώνη. Έκανα το ντους και ετοιμάστηκα γρήγορα. Ήταν σχεδόν απόγευμα. Είχα αρχίσει να πεινάω και ζήτησα από το ρεσεψιονίστ να μου προτείνει κάτι εδώ κοντά έκτος του ξενοδοχείου. Μου πρότεινε ένα ωραίο μπιστρό-εστιατόριο μόλις δυο τετράγωνα από κει. Περπάτησα λίγο και μόλις σε 5 λεπτά βρισκόμουν να κάθομαι στο El Pedro. Κάθισα και μέχρι να παραγγείλω έβγαλα το κινητό μου να τσεκάρω τα μηνύματα μου. Α να κι ένα γνωστό. Προς κ Μιχάλη Μαριδάκη από την τράπεζα. Δεν σταματούν ούτε τα Χριστούγεννα. Άλλη μια ενημέρωση ότι το δάνειο μου είναι ληξιπρόθεσμο και θα προβούν εντός των επόμενων εβδομάδων σε κατάσχεση. Μάλιστα. Μου ανοίξατε την όρεξη. Δεν μου έκανε και ιδιαίτερη έκπληξη να πω, είχα συνηθίσει πια στα τηλέφωνα και τις ειδοποιήσεις τους. Εναλλακτικό σχέδιο δεν είχα ακόμα. Ήθελα να παίξω το τελευταίο μου χαρτί. Κυριολεκτικά. Τελείωσα το φαγητό μου και έκανα μια τελευταία μικρή βόλτα στην γειτονιά γύρω από το ξενοδοχείο. Περπατώντας παρατηρούσα τους ανθρώπους στην Ισπανία πόσο έμοιαζαν με μας και οι γειτονιές τους τα σπίτια τους τα δέντρα πόσο οικεία μου φαινόταν. Πόσο θα ήθελα να ήμουν ξένοιαστος και να είχα φέρει την οικογένειά μου εδώ να χαρούμε την πόλη. Τώρα όμως τίποτα από αυτά δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ. Σε ότι θετικό κι αν σκεφτόμουν ένα βάρος ερχόταν πάντα και το καταπλάκωνε κάθε φορά. Σημασία τώρα είχε μόνο η αυριανή μέρα. Γύρισα σιγά σιγά στο ξενοδοχείο, έκατσα για λίγο στο λάπτοπ να μελετήσω κάποια παιχνίδια στο βίντεο αλλά γρήγορα κουράστηκα. Μου έλειπε ύπνος, ο ύπνος που ποτέ δεν είχα ευχαριστηθεί εδώ και μήνες. Προσπάθησα να κοιμηθώ όμως το άγχος μου με έκανε να ξυπνάω σχεδόν κάθε μια ώρα. Ύπνος με δόσεις μέχρι που στο τέλος με πήρε για δυο τρεις ώρες σερί. Ξύπνησα κατά τις οχτώ και πήρα πρωινό στο ξενοδοχείο. Μετά έκανα μια μικρή βόλτα στο παρκάκι που ήταν πιο κάτω. Έψαξα στο κινητό μου να δω την ακριβή τοποθεσία του καζίνο, πήρα τηλέφωνο την Αλεξάνδρα να μιλήσουμε λίγο και μετά από λίγη ώρα γύρισα να ετοιμαστώ και να φύγω για το τουρνουά. Θυμήθηκα και την Κλάρα που θα με περίμενε στο λόμπι κι είπα να μην αργήσω. Κατά τις 12 ξεκίνησα και έφτασα στο Καζίνο. Μεγαλεπήβολο σχεδόν χανόσουν εκεί μέσα, ρώτησα κάποιον και μου έδωσε οδηγίες πως θα πάω στο λόμπι. Με έκπληξη αν και είχα πάει σχετικά νωρίς βρήκα την Κλάρα καθισμένη σε ένα τραπεζάκι να έχει ανοιχτό το λάπτοπ της και να με περιμένει.
-Α ήρθες κι εσύ νωρίς, έλα να σου δείξω ποιοι παίζουν μαζί μας σήμερα δεν θα το πιστέψεις. Ο Σιμεόνε είναι εδώ ο Φιλ Ντεβόν, ο Αντόνιο Σελμιέ, όλος ο καλός ο κόσμος. Το πιστεύεις ότι θα δεις όλους αυτούς τους μύθους?
-Τι να σου πω Κλάρα μου της είπα, να σου πω ότι δεν με απασχολεί τόσο? Ξέρεις το πρόβλημά μου άρα όλα αυτά ωραία είναι αλλά περισσότερο με αγχώνουν παρά με εξιτάρουν.
-Έχεις κι εσύ τα δίκια σου μου απάντησε, αλλά ηρέμησε να δεις που όλα θα πάνε καλά. Να μην έχεις άγχος, να παίξεις όπως θα έπαιζες και με τους φίλους σου. Δεν θα σου έλεγα ότι δεν έχεις τίποτα να χάσεις αλλά κι αυτό να μην γίνει να το δεις θα τον βρεις εσύ τον τρόπο.
Χαμογέλασα και την ευχαρίστησα για τα λόγια της. Η ώρα πέρασε και πήγαμε να δηλώσουμε την παρουσία μας και να πάρουμε αριθμό και θέση τραπεζιού. Υπήρχε ουρά αλλά δεν περιμέναμε πολύ. Εγώ βρέθηκα στο τραπέζι 24 θέση Β και η Κλάρα στο 18. Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει. Τα έπαθλα στο τουρνουά ήταν τεράστια. Ο πρώτος θα καθάριζε πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ, αλλά στην κατάσταση που ήμουν εγώ χρειαζόμουν περίπου 150 χιλιάδες. Αν κατάφεραν και έφτανα λίγο πριν το τελικό τραπέζι θα είχα επιτύχει το στόχο μου αλλά με συμμετοχή πάνω από τρακόσια άτομα και μάλιστα με μερικούς συμμετέχοντες να είναι οι πιο έμπειροι στο κόσμο τι ελπίδες να είχα. Δεν ήμουν κι ο πιο έμπειρος παίχτης στο πόκερ. Στα τραπέζια με φίλους καλά τα πήγαινα όμως εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Παίχτες από όλο τον κόσμο, επαγγελματίες που περισσότεροι είχαν μαζευτεί και δεν θα ήταν εύκολο να γλιτώσεις. Μια λάθος κίνηση, ένα στραβό ριβερ κι όλα θα πήγαιναν στράφι. Έβαλα στόχο για αρχή να μπω στις θέσεις που πλήρωναν. Θα έπαιζα συντηρητικά, δεν είχα κι άλλο τρόπο αν θα ήθελα να παραμείνω στο παιχνίδι. Πήγα προς το τραπέζι κι έκατσα στη θέση μου. Όλοι χαμογελαστοί μερικοί ήταν ήδη γνωστοί και αστειευόταν μεταξύ τους. Άλλοι φόραγαν γυαλιά ηλίου, άλλοι με ακουστικά, άλλοι με τις μπλούζες των χορηγών τους, άλλοι με ακριβά κουστούμια, ότι ήθελες έβλεπες. Το παιχνίδι ξεκίνησε. Η ώρα 2 και πέντε. Πήρα τα δυο πρώτα φύλλα μου. Πεντάρια. Ω ρε φίλε με το καλημέρα θα μπω μου φαίνεται. Κατά περίεργο τρόπο δεν πόνταρε κανείς πολλά και είπα να ακολουθήσω. Και ωπ κάτω ένα πεντάρι. Διπλό και δέκα. Ποντάρω. Ένας Κινέζος ακολουθεί. Μέσα κι ένας Ρώσος απέναντι. Ανοίγει Άσσος. Σκέφτομαι. Ζευγάρωσαν τους Άσσους ίσως. Ποντάρουν πολλά. Είπα θα παίξω συντηρητικά αλλά τώρα που να φύγω. Ανοίγει κι άλλο διπλό στο turn . Φουλ. Δεν χάνω. Ο Κινέζος παίζει ρέστα. Ο Ρώσος κάτι μυρίζεται δεν μπαίνει. Ανοίγουμε τα χαρτιά μας. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Τα πήρα!! Τριπλασίασα σχεδόν τα λεφτά μου. Με την πρώτη. Ουφ τι ανακούφιση. Άραγε η τύχη μου θα συνεχιζόταν?. Σηκώθηκα λίγο να δω που είναι η Κλάρα έτσι με τον τρόπο μου να της δείξω ότι πήγαινα καλά. Την είδα δυο τραπέζια παραδίπλα και με είδε και αυτή. Κατάλαβε ότι κάτι καλό είχε γίνει και σήκωσε ψηλά το χέρι της. Ξανακάθισα πίσω. Η δράση συνεχιζόταν, πήρα άλλες δυο μικρές παρτίδες και η ψυχολογία μου ήταν στα ύψη. Και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω η ώρα είχε φτάσει 8. Οι μισοί παίχτες είχαν φύγει. Διάλλειμα. Σηκώνομαι και βλέπω την Κλάρα έρχεται προς το μέρος μου.
-Βλέπω εδώ είμαστε ακόμα ε? Τα πάμε καλά. Μπράβο, μπράβο.
-Τι να σου πω κορίτσι μου της είπα, δεν το περίμενα. Τι πράγμα κι αυτή η ψυχολογία. Νιώθω ότι μπορώ να πάω μέχρι την κορυφή.
-Μα το πόκερ είναι πάνω από όλα παιχνίδι ψυχολογίας. Θα μπεις στο τελικό τραπέζι θα το δεις. Να συνεχίσεις έτσι.
-Εσύ πως τα πας τη ρώτησα.
-Καλούτσικα, έχω τριπλασιάσει το στακ μου και οδεύω προς τα χρήματα!
-Λες να συναντηθούμε σε κάνα τελικό τραπέζι την ρώτησα αστειευόμενος.
-Λες? Μακάρι μου απάντησε και ακούστηκε ο ήχος για να επιστρέψουμε. Το διάλλειμα τέλειωσε και πίσω πάλι στις θέσεις μας. Σε λίγο αλλάξαμε τραπέζια. Η αγωνία μου είχε κορυφωθεί. Άλλοι 40 να έφευγαν κι είχα μπει στα λεφτά. Τουλάχιστον να έπαιρνα κάνα 20αρι χιλιάδες να καθυστερούσα την κατάσχεση. Πια το μυαλό μου λειτουργούσε με 10 χιλιάδες στροφές. Τα βλέπω, ποντάρω, δικαίωμα, ρέστα, πάσο. Είχα πιάσει ρυθμό. Μπήκα στα λεφτά και πριν τις 12 είχαμε μείνει 34 άτομα. Η Κλάρα συνέχιζε κι αυτή. Ήταν τώρα ακριβώς δίπλα μου είχαμε μείνει τρία τραπέζια. 31, 28, 27, 24 παίχτες. Θα έφευγα σίγουρα με χρήματα. Δεν είχε πάει τσάμπα το ταξίδι. Δεύτερο διάλλειμα, πήγα και βρήκα την Κλάρα. Την αγκάλιασα λες και ήταν η μικρή μου αδερφή. Καθίσαμε λίγο έτσι χωρίς να μιλάμε. Σου το είπα, γύρισε σε μια στιγμή και με κοίταξε. Σου το είπα ότι θα φτάσεις τελικό τραπέζι.
-Δεν θα μπορούσα να το πιστέψω με τίποτα μόλις πριν δυο μέρες ότι θα μου συμβεί κάτι τέτοιο Κλάρα της είπα. Ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν να γυρίσω πίσω χωρίς χρήματα, αν και το ήξεραν όλοι ότι οι πιθανότητες ήταν εναντίον μου. Δεν ήθελα να τους κοιτάξω στα μάτια και να τους πω ότι έχασα. Κι ας πάλεψα όσο μπορούσα. Δεν ήθελα να γυρίσω χαμένος. Αυτή τη φορά τουλάχιστον.
-Κανένας δεν θα σου έλεγε τίποτα μου είπε η Κλάρα. Όλοι θα ήξεραν ότι προσπάθησες για κάτι άπιαστο. Αλλά ας μην το γρουσουζεύουμε. Κοίτα που είσαι, λίγο πριν το όνειρό σου. Απελευθερώσου. Να είσαι δυνατός.
Ο ήχος για να επιστρέψουμε στα τραπέζια μας ακούστηκε σύντομα. Ποιος να μου το έλεγε ότι θα μου έδινε συμβουλές και κουράγιο ένα εικοσάχρονο κορίτσι. Αλλά ποτέ μου δεν στεκόμουν στις ηλικίες. Άλλωστε άλλο πράγμα να μεγαλώνεις κι άλλο να ωριμάζεις. Κι η Κλάρα ήταν πολύ ώριμη για την ηλικία της Ξεκίνησε το παιχνίδι. Περασμένα μεσάνυχτα και είχαμε μείνει 24. Φύγαν άλλοι δύο. 22. Είχα αρκετές μάρκες και έπαιξα λίγο συντηρητικά για να μπω στα τελευταία δύο τραπέζια να εξασφαλίσω ένα καλό ποσόν. Μείναμε 20. Χωριστήκαμε σε δύο τραπέζια. Και να μαστέ λοιπόν στο ίδιο τραπέζι με την Κλάρα. Κάθισε απέναντί μου στα δεξιά κι εγώ απέναντι από τον ντίλερ. Το ήξερα ότι με λιγότερα από 25 χιλιάρικα δεν θα έφευγα. Βέβαια ο μεγάλος μου στόχος ήταν να φτάσω τα 150 που αυτό θα γινόταν μόνο αν έμπαινα στο τελικό τραπέζι. Πήρα δύο βαλέδες. Εδώ είμαστε. Πόνταρα δυνατά για να διώξω όσους ήθελαν να δουν φτηνά το φλοπ. Μπήκαν δύο Γερμανοί και ένας Αυστραλός. Ανοίγουν τα φύλλα. Τίποτα. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι έχω το καλύτερο. Ποντάρω. Ο ένας Γερμανός παίζει ρέστα. Οι άλλοι δύο φεύγουν. Έχω αρκετά παραπάνω. Θα μπω. Στο ρίβερ ένας Άσος μου έκοψε τα πόδια. Ο Γερμανός πήρε τα τρία τέταρτα των μαρκών μου. Η Κλάρα με κοίταξε. Τώρα είχα αγωνία. Μείναμε πέντε στο ένα τραπέζι και εξι στο άλλο. Μια αποχώρηση ακόμα και το τελικό τραπέζι θα ήταν γεγονός. Αλλά τα λεφτά μου είναι πολύ λίγα. Δεν θα προλάβω. Μοιράζονται τα φύλλα. Οι δύο Γερμανοί ποντάρουν δυνατά. Η Κλάρα σηκώνει τα φύλλα της, με κοιτάζει και παίζει ρέστα. Ο ένας Γερμανός μπαίνει ο άλλος το σκέφτεται λίγο και μπαίνει κι αυτός. Η Κλάρα με δέκα εννιά μπαστούνι κι οι Γερμανοί με Άσο Ρήγα και δεκάρια. Δεν είχε ελπίδα. Αποκλείστηκε με συνοπτικές. Μα τι έκανε τώρα, σκέφτηκα. Με εννιά δέκα? Όμως είχα καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν ήξερα τι να κάνω, να πανηγυρίσω ή να στεναχωρηθώ. Η Κλάρα, το κορίτσι που γνώρισα μόλις χτες κατά λάθος. Το κορίτσι με τα μπλε χρυσαφένια μαλλιά με τα πολλά σκουλαρίκια ήταν αυτή που θα με έβαζε στον τελικό. Ήταν αυτή που θα έσωζε το σπίτι μου. Η Κλάρα είχε θυσιάσει τη δική της θέση για να με αφήσει να πετύχω το στόχο μου. Σηκώθηκε από την καρέκλα της χαμογελαστή, πέρασε από δίπλα μου, με φίλησε στο μάγουλο και μου είπε.
-Εγώ στο είχα πει. Θα πας τελικό τραπέζι. Έμεινα να την κοιτάζω καθώς απομακρυνόταν προς τον εξώστη. Λίγα πράγματα είχαν όμως σημασία μετά από αυτό. Μετά από λίγη ώρα αποκλείστηκα κι εγώ τερματίζοντας στην 6η θέση με βραβείο το ουκ ευκαταφρόνητο ποσό των 165 χιλιάδων ευρώ. Απίστευτο. Είχαμε σωθεί. Έτρεξα προς των εξώστη όπου με περίμενε η Κλάρα. Ένα τεράστιο χαμόγελο είχε καρφωθεί στα χείλη μας κι είχε σηκώσει ψηλά τα χέρια της περιμένοντας να με αγκαλιάσει. Όρμησα πάνω της την αγκάλιασα σφιχτά και την σήκωσα ψηλά.
-Σε ευχαριστώ, της είπα. Ξέρω τι έκανες. Η μάλλον το κατάλαβα. Σε ευχαριστώ.
-Τι θες να πεις μου είπε κάπως ενοχλημένη και πήγε να φύγει.
-Δεν είμαι τόσο χαζός της είπα Κλάρα. Μπορεί να είμαι άπειρος αλλά κατάλαβα. Δεν μίλησε. Σταματήσαμε την κουβέντα και προχωρήσαμε προς την γραμματεία να επιβεβαιώσαμε στοιχεία και τα κέρδη μας. Η ώρα ήταν 2 το μεσάνυχτα σχεδόν τέσσερις το πρωί στην Αθήνα αλλά δεν άντεξα να μην πάρω την Αλεξάνδρα. Κόντεψε να λιποθυμήσει μόλις άκουσε τα νέα. Την άκουγα κι είχε παρατήσει το τηλέφωνο και χοροπηδούσε σχεδόν ουρλιάζοντας μες το σπίτι. Είχα ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Ανυπομονούσα να γυρίσω σπίτι να τους πάρω στην αγκαλιά μου. Έκλεισα το τηλέφωνο και πρότεινα στην Κλάρα να φύγουμε από το καζίνο και να πάμε σε μια παμπ εκεί κοντά για μια μπύρα. Κάπως να το γιορτάσουμε. Δέχτηκε και προχωρήσαμε προς την έξοδο.
-Δεν σε βλέπω να χαίρεσαι και ιδιαίτερα μου είπε. Είσαι περισσότερο σκεπτικός από ότι θα έπρεπε. Ναι της απάντησα. Κανονικά δεν θα έπρεπε να σταματήσω να χαμογελάω. Μόλις μια μέρα πριν ήμουν ένας καταχρεωμένος τύπος και τώρα, έχω σώσει το σπίτι μου. Αλλά θα ήθελα να σου πω κάτι.
Μπορεί να μην θες να το παραδεχτείς αλλά εγώ ξέρω τι έκανες για μένα κι ας με ξέρεις ελάχιστα. Και αυτό που θα ήθελα να σου πω είναι ότι στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι του σπιτιού μου θα υπάρχει μια θέση για σένα. Και τώρα και για πάντα. Σε ξέρω μόλις μια μέρα αλλά έκανες για μένα αυτό που δεν θα έκαναν φίλοι που ξέρω εδώ και 30 χρόνια. Σε αισθάνομαι πια σαν κόρη μου αν και δεν νιώθω να έχουμε τόση μεγάλη διαφορά. Δεν μίλησε συνέχισε να περπατά, έβγαλε από το τσαντάκι της ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε τα μάτια της. Αυτό το σκληρό και ατίθασο προσωπάκι μόλις έσπασε.
-Δεν ήθελα να σε κάνω να συγκινηθείς ή να νιώσεις άσχημα. Απλά είπα αυτά που αισθάνομαι.
-Το ξέρω γύρισε και μου είπε με τα μάτια μουτζουρωμένα από τη μάσκαρα. Δεν φταις εσύ. Απλά είχε καιρό κάποιος να με καλέσει σε Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Να μου πει ότι με νιώθει κόρη του. Ίσως γιατί κι εγώ… εκεί σταμάτησε να μου μιλάει. -Τι κι εσύ Κλάρα μου, πες μου σε παρακαλώ.
-‘Ίσως γιατί κι εγώ ήθελα να πω, ότι δεν γνώρισα ποτέ μου οικογένεια. Στα οικοτροφεία μεγάλωσα, εκεί βρισκόμουν από μικρό κορίτσι. Με ένα πατέρα εξαφανισμένο και μια μάνα ψυχικά άρρωστη όπου κι αυτή έσβησε πριν μερικά χρόνια. Να είδες τελικά. Σου είπα κι εγώ το δικό μου καημό.
Έμεινα να την κοιτάζω σχεδόν απορημένος. Μέχρι και πριν μερικά λεπτά νόμιζα ότι εγώ ήμουν αυτός που είχε ζήσει την μεγαλύτερη τραγωδία. Νόμιζα ότι η Κλάρα ήταν απλά ένα κορίτσι που ξεζούμιζε τη ζωή λεπτό προς λεπτό ελεύθερο χωρίς καμία έννοια να τη βαραίνει. Είχα πέσει έξω. Της έπιασα το χέρι και προχωρήσαμε έτσι για λίγο χωρίς να μιλάμε μέχρι το μπαράκι. Σαν πατέρας με κόρη. Εκείνη τη νύχτα είχαμε κερδίσει κάτι πολύ περισσότερο από χρήματα.
Από
AΑ