Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΜΑΝΑ, ΔΕΝ ΗΜΟΥΝΑ ΕΓΩ ΓΙΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ

PART 1. Η Αναχώρηση 

Επιτέλους. Τα κατάφερα κι εγώ λίγο πριν τα 40 να πάω εξωτερικό. Νταξ ψέμματα είχα πάει και στη Βουλγαρία στο Μπανσκο 3 μέρες, αλλά δεν μπήκα σε αεροπλάνο. Δεν πιάνεται αυτό ε? Είχα πατήσει και το πόδι μου στην Τουρκιά στα σύνορα 1 μέτρο μέσα στη σκοπιά, αλλά μάλλον ούτε αυτό πιάνεται. Tέλος πάντων να μην σας τα ζαλίζω, πήγα που λέτε αγαπητοί μου αναγνώσται στα Βερολίνα και στα Άμστερντααααμ.




Τι ωραία τι καλά λοιπόν το ταξίδι ξεκινά. Πρέπει να μαστε πρωί στο αεροδρόμιο με τη γνωστή και μη εξαιρετέα φίλη μου Μαρίνα. Νταξ. Είναι γνωστή πλέον η φρίκη που τρώω με τα αεροπλάνα, αλλά λέω δεν γαμείς να φύγω απ αυτό τον κόσμο χωρίς να χω πάει λίγο παραέξω? Κρίμας δε θα ναι?. Κι έτσι να τος ο δικός σου εκεί στα τσεκ ιν μπροστά. Όλα καλά και πάμε στην αναμονή.

Στην αναμονή, κουλή Λαζοντόιτς οικογένεια περιμένει απέναντι μας. Θα σας περιγράψω μόνο τι φόραγε το ένα κορίτσι  Μαύρο κολλάν με νεκροκεφαλές, κίτρινο φουλάρι λαχουρέ, φούξια γαλάζια μπλούζα και μπλε πορτοκαλί αθλητικό  Πραγματικά θέλει προσπάθεια για να ντυθείς έτσι. Αλλά όχι για να σας αποδείξω ότι δεν ήταν τυχαίο και το άλλο κορίτσι της οικογένειας, ηλικίας γύρω στα επτά φορούσε μπλουζάκι με ασημί πούλιες, μωβ κολάν, λεοπάρ μπουφάν, ροζ κάλτσα και μαύρο λουστρίνι. Είχε θέμα η οικογένεια. Παραδόξως η μητέρα ήταν οκ ντυμένη. Με το τζηνακι της κλπ, όλα σε τάξη. Δεν ξέρω τι ζόρι τραβούσε με τα παιδιά της. Τέλος πάντων, κλασσικά μας πιάνουν κουβέντα. Δεν ξέρω τι γίνεται και όλοι οι παράξενοι πέφτουν πάνω μας αλλά μπλα μπλα μπλα καταλαβαίνουμε το θέμα τους και μας ειδοποιούν να μπούμε στο αεροπλάνο.


Από το παράθυρο του αεροδρομίου παρατηρώ το αεροπλανάκι. Καθαρούλι, στρουμπουλό με κάτι μηχανάρες να, φαινόταν οκ. Ε λέω ρε πούστη μου δεν μπορεί να φάω πάλι φρίκη με αυτό. Όλα καλά θα πάνε. Μπέκα μέσα. Και μπαίνω. Καθόμαστε στις θεσούλες μας, Μαρίνα παράθυρο, εγώ στη μέση και δίπλα μου ένα άλλο ταλαίπωρο παλικάρι που είχε παραμάσχαλα κάτι περιοδικά κι ένα μπλέ τετράδιο. Δεν δίνω πολύ σημασία γιατί με έχει πιάσει ένα άγχος. Οι μηχανές δουλεύουν στο φούλ. ΚΑΙ φύγαμε.



Ναι. Τελικά δεν το χω. Το αροπλάνο τρέχει με 500 χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα κι εγώ βρίσκομαι σε ψυχολογικό αμόκ. Σε κάποια φάση σηκώνεται και ωωωωπ. Νιώθω ακριβώς το συναίσθημα αυτό που η ψυχή φεύγει απ το σώμα σου. Βλέπω αυτό το τούνελ με το φως που λένε οι ψυχοτέτοιοι. Προσπαθώ να μείνω ψύχραιμος. Κοιτάζω απ το παραθυράκι αριστερά και μου ρχεται στο μυαλό το τραγούδι του Χατζή που το τραγουδούν κάτι χαζοί. ''Όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει η γη με ζωγραφιά''. Ναι καλά. Ποιος μαλάκας έγραψε το στίχο. Εμένα μ αρέσει αυτό που λέει ο Καζούλης που δεν είναι καθόλου χαζούλης που λέει: ''Μάνα δεν ήμουνα εγώ για αεροπλάνα''. Και όχι δεν έχω κάνει λάθος. Ο αρχικός στίχος ήταν ''Μάνα'' και όχι ''Αννα'' γιατί και αυτός είχε αεροπλανοφοβία, ασχέτως που στη δισκογραφική του πάνε να το κάνει ''Αννα'' γιατί είναι πιο πιασάρικο.  Τέλος πάντων. Η Μαρίνα από την άλλη δεν καταλαβαίνει Χριστό. Είναι μες την καλή χαρά. Ε την ξέρετε την παροιμία που λέει με τις τρελές που χουν τις τύχες τις καλές. Αυτό. Τες πα. Καλό μου κανε εμένα, έπαιρνα θάρρος.


Με τα πολλά το αεροπλανάκι, παίρνει τα ίσα του και είμαστε πάνω απ τα σύννεφα. Παίρνω ένα περιοδικό να ηρεμήσω. Είναι στα Γερμανικά μη γαμήσω. Δεν ξέρω Γερμανικά. Σε κάποια στιγμή αρχίζουν οι αναταράξεις. Γιούχου. Εκεί παρέδωσα. Κοιτάζω τους κινητήρες αν έχουν πιάσει φωτιά, κοιτάζω τo δεξί φτερό που τρέμει, κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά να βρώ στήριγμα. Πουθενά. Τι να κάνω, τι να κάνω. Είμαι κι άθεος δεν μπορώ να προσευχηθώ. Οι αναταράξεις σταματούν. Συνέρχομαι.
Μαρίνα: - Τι έγινε πουλάκι μη φοβάσαι, έτσι κάνουν τα αεροπλάνα.
Εγω (κίτρινος): Α ναι? Γιατί?
Μαρίνα: - Είναι τα κενά αέρος
Εγω (βαθυκίτρινος) : Και γιατί δεν τα αποφεύγει, δεν τα βλέπει? Εγώ με το μηχανάκι τις λακκούβες τις αποφεύγω.
Μαρίνα: - Βλαξ
Εγω (σχεδόν κινέζος) : Άσε μας στον πόνο μας ρε Μαρίνα. Τι τα θέλουμε τα εξωτερικά άνεργοι άνθρωποι. Φράγκο δεν έχουμε. Θα το μάθει κι η Μέρκελ και θα μας περιμένει στο αεροδρόμιο.
Μαρινά: - Παναγιώτη μου ηρέμησε, όλα είναι μια ιδέα. Γείρε πίσω να απολαύσεις το ταξίδι. Σκέψου τι ωραία που θα ναι στο Βερολίνο και...
Εγώ (πρασινος) : Θα γείρω μια κει καλή αν γείρω. Τι ιδέα μου ρε. Στις θεωρίες μανούλα είσαι. Να σε ρωτήσω. Άμα σου αμολήσω μια κατσαρίδα πάνω στο χέρι σου, θα είσαι ήρεμη?
Μαρίνα: - Θα πεθάνω
Εγώ: Κι εγώ μετά θα μαι από πάνω σου και θα σου λέω: Ηρέμησε Μαρίνα μου. Γείρε λίγο και απόλαυσε τη βόλτα της κατσαρίδας στο μπράτσο σου. Ιδέα σου είναι. Δεν θα μου πεις να πα να γαμηθώ?
Μαρίνα: - Ε θα στο πω.
Εγώ (κόκκινος) : Ε γάμησε μας λοιπόν κι άσε μας.


Που λέτε, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε αγαπητοί μου αναγνώσται, αλλά άμα έχεις φοβία με κάτι έχεις. Δεν πα να σαι δυό μέτρα με κάτι μπράτσα σα κουπιά πάλι φοβάσαι. Καλά ούτε δυο μέτρα είμαι ούτε μπράτσα έχω αλλά λέμε τώρα. Τις κατσαρίδες πάντως δεν τις φοβάμαι και θα προτιμούσα να φάω μια παρά να ξαναζήσω αυτό με το αεροπλάνο. Αλλά το ταξίδι δεν τελείωσε εδώ.

Συνεχίζει που λέτε απτόητο το αεροπλανάκι να γυρνοβολά ανάμεσά στα σύννεφα. Προσπαθώ να το ξεπεράσω, αλλά οι αναταράξεις συνεχίζονται. Δεν γίνεται πρέπει να βρώ μια λύση. Δεν θα πάθω εγώ ψυχολογικά επειδή ο πιλότος δεν ξέρει να οδηγάει. Και τη βρήκα. Κάθε φορά που αρχίζουν τα πάνω κάτω, κουνάω και εγώ το κεφάλι μου δεξά κι αριστερά σα ζαβό γιατί έτσι δεν καταλαβαίνω το τράνταγμα. Το διπλανό τυπάκι με το μπλέ τετράδιο, έχει φάει κι αυτός το ίδιο χέσιμο και μου κλέβει το κόλπο. Και που λέτε βρισκόμαστε δύο ανίατα στα διπλανά καθίσματα να κουνάμε τα κεφάλια μας σαν τα σκυλάκια εκείνα που τα κολλάς στο καντράν του αυτοκινήτου και τα κεφάλια τους πάνε πέρα δώθε στις λακούβες. Και δώστου κούνημα. Το Μαρίνα ροχαλίζει, κουράγιο μηδέν από κει. Τι να κάνω άλλο. Αρχίζω και κοιτάζω στα μάτια τους αεροσυνοδούς. Έχουν αυτό το ατάραχο χαμογελαστό βλέμμα ρε παιδί μου που σε κάνουν να νιώθεις μια ασφάλεια. Σου λένε με τον τρόπο τους, μεγάλε μου, όλα καλά πάνε μην ανησυχείς. Αρκεί να μην πέσεις σε Gay Γερμανό αεροσυνοδό και τον κοιτάς επίμονα στα μάτια γιατί εκεί υπάρχει πρόβλημα. 



Μα ρε πούστη μου κι αυτή η EasyJet μου χει βάλει λούγκρες να μου κάνουν τις προισταμένες. Ελεος. Πες και να γίνει καμιά στραβή, να με αρπάξει και κανένας κινεδουάρδος να μου δώσει τον τελευταίο ασπασμό? Ε όχι. Είναι κρίμα απ το Θεό. Τουλάχιστον άμα πέφταμε να άρπαζα μια δίμετρη ξανθιά να παω ο άτυχος με μια ικανοποίηση. Χέσε μέσα. Τίποτα δεν με πάει.

Με τα πολλά, περνάμε κι αυτόν το σκόπελο με τις αναταράξεις και είμαστε πάνω απ το Germany. Και σε κάποια στιγμή ωωωωπ, χάνω τον κόσμο κάτω απ τα πόδια μου. Αρχίζει και κατεβαίνει το μηχάνημα. Ωωωωωωωωπαααα. Βλέπω απ το παραθύρι τα συννεφάκια αρχίζουν και μας πλησιάζουν. Ηρέμησε αγόρι μου ηρέμησε. Σε λίγο θα χουν τελειώσει όλα. Κι εκεί που μπαίνουμε μες το σύννεφο, τι κάνει το άτομο ο πιλότας? Στρίβει 580 μοίρες να πάρει ευθεία για το διάδρομο. Τι κάνεις ρε μάστορα έχεις τρελλαθεί? Που βλέπεις να πούμε μες την ομίχλη και κάνεις μαγκιές? Τι νομίζεις ότι γυρίζουμε το Aviator? Τα χω παίξει.




Έχω παρατηρήσει επίσης το διπλανό τυπάκι με το μπλέ τετράδιο κάθε φορά που γίνεται μαλακία το ανοίγει και κάτι σημειώνει. Γαμώ την τρέλα μου τι κάνει αναρωτιέμαι. Τι γράφει. Θέλω να τον ρωτήσω αλλά δεν έχω κουράγιο. Μάλλον αφήνει αποχαιρετιστήριο γράμμα στους γονείς του. Καημένε μου φίλε πόσο σε καταλαβαίνω. Θα θελα να σκίσω μια σελίδα, να γράψω κι εγώ αλλά δεν γίνεται. Το ζωντανό δίπλα μου ξυπνάει επιτέλους. 
- Τι έγιεεειενεεεε? Φταααασαμεεεε? Αααχμμμφφφ (τέντωμα)
- Ναι σκάσε.
- Α καλά. Τι έπαθες?
- Θα σου πω μετά.
- Καλά



Μαρίνα κοίτα φώτο που βρήκα με αεροπλανάκι της EasyJet. Καλά. Ξαναπες μου εμένα τίποτα για ασφαλείς προσγειώσεις. Παρένθεσις αυτό. Πάλι καλά που λέτε τελικά όμως το πουλί δεν έκανε ότι το παραπάνω και προσγειώνεται με ασφάλεια. Θέλω να λύσω τη ζώνη μου και να πανηγυρίσω. Ναι ρε. Τη σκαπουλάραμε στο πήγαινε. Τώρα μας μένει μόνο το γύρνα.  Δε γαμιέται. Τουλάχιστον θα ζήσω να απολαύσω την εκδρομή μου και μετά ας πεθάνω.

PART 2. Η  Επιστροφή 

Ε λέω τώρα που τα μαθα τα κόλπα πέρασα και όμορφα, θα μαι πιο ήρεμος. Η αναχώρηση είναι γύρω στις 6 το πρωί και λέμε που να κοιμηθούμε τώρα. Θα βγούμε έξω να γίνουμε λιάρδα, να μην καταλάβω και τίποτα. Δοκιμάζω λοιπόν αυτό το κόλπο. 

Είμαστε σε Ελληνικό μαγαζί Βερολίνου όπου τυπάκια με μπουζούκι το χουν κάνει Ακρόπολη. Πίνω πίνω πίνω, δεν ξέρω τι θα γίνω η κατάσταση και φτάνει η στιγμή να φύγουμε να πάμε στο ξενοδοχείο να πάρουμε τα πράγματά μας για το αεροδρόμιο. Πλερώνουμε και σηκωνόμαστε. Την ώρα λοιπόν που ανοίγουμε την πόρτα για να φύγουμε, το τελευταίο τραγούδι που παίζει είναι ''Το τελευταίο βράδυ μου''
Ρε να γαμήσω να ούμε. Θες να αγιάσεις και δεν μπορείς. Εκεί που ήμουν καλά μου ξαναμπαίνει η μπρίζα με τα αεροπλάνα. Ουφ ρε πούστη μου. Πάμε για ξενοδοχείο.


Όλοι είμαστε έτοιμοι και ποιόν άραγε να περιμένουμε να ετοιμάσει βαλίτσα στις 4 το πρωί  Ποιόν? Τη Μαρίναααα. Είναι το άτομο για το μπάζα τέλος (φάε κι ένα κράξιμο διαδικτυακό μπας και στρώσεις). Τέλος πάντων φτάνουμε αεροδρόμιο 4 το πρωί  Ψοφόκρυο και σκοτεινιά παντού.  Γερμανοί μπάτσοι ακροβολισμένοι στις γωνίες και νεκρική σιγή σε όλο το αεροδρόμιο. Μανούλα μου. Νιώθω ότι παίζω σε θρίλερ. Τα ξίδια μου χουν γυρίσει την κατάσταση ανάποδα και τώρα με έχει πιάσει ακόμα χειρότερα από την αναχώρηση. Είμαι σε κατάσταση, δεν μπαίνω μέσα θα πάρω το τρένο. Στο σταθμό του Μονάχου, παρατήστε με άχου. Αλλά σκέφτομαι ότι δεν παίζει μια και ότι η Μαρίνα θα με κάνει ρόμπα παντού. Και με πιάνει και το εγωιστικό μου. Όχι ρε. Θα το πολεμήσω. Δεν είμαι κότα εγώ ρε χαμούρες.



Και να μαι στο κοκπιτ. Το σκηνικό ίδιο με την αναχώρηση. Εγώ στη μέση τυπάκι δίπλα κι η Μαρίνα στο παράθυρο. Την μουγκαμάρα σπάει αεροσυνοδός που κάνει το αστειάκι. 
- Αθήνα πάτε? - Εμ ναι - Κι εμείς...χαχαχα
Χα πολύ καλό ρε μεγάλε, ψοφήσαμε. 
Κι ξεκινάει πάλι το μαρτύριο  Το τζετ μες τα μαύρα σκοτάδια πιάνει ταχύτητα φωτός και εγώ τα μπράτσα της καρέκλας. Θα κλείσω τα μάτια, θα δώσεις τα χέρια παντού θα φωλιάσουν λευκά περιστέρια. Μαλάκα μου τι σοκ. Κάνω μόνο θετικές σκέψεις, ότι δε 2-3 ώρες θα μαι σπιτάκι μου στη γωνίτσα μου να χουχουλιάσω στο παπλωματάκι μου που δεν έχω κοιμηθεί κιόλας. Αχ τι δε θα δινα να μουν εκεί..

Κι εκεί που η θετική μου σκέψη αρχίζει να με αγαλλιάζει, το μάτι μου πιάνει στο παραδιπλανό κάθισμα γκομενάκι που διαβάζει βιβλίο. Και το βιβλίο τι τίτλο έχει λέτε? Ε? Τι τίτλο γαμώ την τρέλα μου. Να σας δείξω εγώ τι τίτλο είχε.


ΑΑΑΑΑΑΑ ΡΕ ΠΛΑΚΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΤΕ ΡΕΕΕΕΕ. ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΡΕ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ. ΔΕΝ ΘΑ ΓΥΡΙΣΩ ΕΓΩ ΡΕ ΜΕ ΨΥΧΙΚΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ. ΑΡΚΕΤΑ ΕΧΩ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ.
Ε ρε παιδιά δεν ξέρω τώρα, σύμπτωση είναι αυτό? Ε όχι πείτε μου δηλαδης να καταλάβω κι εγώ να ουμ. Αλλά μάλλον έτσι είναι. Όταν ένα θέμα  σε απασχολεί τα πάντα γύρω στο θυμίζουν. Όλα σε θυμίζουν παλιά κι αγαπημένα, πράγματα δικά σου καθημερινά που λέει κι η Χαρούλα. Μια χαρούλα τα λέει. Ουφ.





Ο διπλανός μου εντωμεταξύ κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Ούτε αναταράξεις καταλαβαίνει ούτε τίποτα. Η Μαρίνα τα ίδια. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Το γκομενάκι απέναντι δεν κοιμάται. Και είναι και νοστιμουλι. Με κοιτάζει στα μάτια. Τη κοιτάζω κι εγώ. Και τότε.........
Άντε ξανά μανα πάλι κενά αέρος. Και βλέπει στα μάτια μου τον τρόμο. Ω ρε πούστη  Μου χάλασε και το καμάκι. Εγώ ξεκινάω το γνωστό σύστημα αποφυγής τρόμου που είναι να κάνω το ανίατο. Δυστυχώς ο διπλανός μου δεν συμμετέχει αυτή τη φορά και το γκομενάκι μένει να κοιτά τον παραπληγικό μόνο του στη θέση 20Β της EasyJet. Και το ταρακούνημα συνεχίζεται για 20λεπτο.

Κι εκεί λύγισα. Κι έκανα την προσευχή μου. Κι εκεί κατάλαβα πολύ καλά και την ανάγκη του ανθρώπου για τη θρησκεία. Ας μην το βαρύνω όμως. Η ώρα πέρασε τελικά και έφτασαμεν στην ηλιόλουστη Αθήνα. Εκεί στην προσγείωση δεν φοβήθηκα καθόλου να σας πω. Μάλλον τοχα πάρει απόφαση. Αλλά έπαιξε ρόλο και ο ήλιος. Η αλήθεια είναι ότι με τον ήλιο τα βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Ηλιόλουστα.

Αυτό ήταν που λέτε το ταξιδάκι μας στο εξωτερικό. Λείπει το κεντρικό κομμάτι βέβαια με τις περιπέτειές μας εκεί, αλλά θα επακολουθήσει κι αυτό εντός ολίγων ημερών και υπόσχομαι ότι θα χει κι αυτό πολύ πλάκα. Stay tuned...

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΨΑΡΑ

Σας έχω πει ότι μ αρέσει πολύ ο Χόρχε Μπουκάϊ? O ποιός? θα αναρωτηθείτε κάποιοι. Λοιπόν να εξηγήσω. Το τυπάκι είναι ένας ψυχίατρος όπου βγάζει φόρα παρτίδα τα άπλυτα του κάθε παρανόϊα ασθενή του και γράφει κάτι γαμάτα βιβλία με ψυχοσωματικοκοινωνικοφεύγα περιεχόμενο. Ένα που διάβασα που λέτε τελευταίως είχε διάφορες ιστοριούλες σαν και τα παραμυθάκια που διαβάζαμε μικροί, με πολύ απλή γλώσσα αλλά με πολύ βαθύ νόημα. Μια από αυτές είναι η Παραβολή του Ψαρά. Να με συγχωρεί ο Χόρχε που θα την αναπαράγω, αλλά θα του κάνω πιο κάτω διαφήμιση. Λέει λοιπόν:


   Κάποτε σ ένα νησάκι της Καραϊβικής, υπήρχε ένα χωριό που το έλεγαν Μονέδο. Έξω απ το Μονέδο λοιπόν στην άκρη της παραλίας ζούσε ένας φτωχός ψαράς ο Μάτσε. Ο Μάτσε ξυπνούσε κάθε μέρα νωρίς το πρωί, ετοίμαζε τα πράγματα του και έπαιρνε τον δρόμο για την ανατολική ακτή του νησιού. Εκεί έστεκε με τις ώρες πάνω σε έναν άσπρο βράχο, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Έβγαζε το καλάμι του έριχνε την πετονιά και περίμενε. Αν και φτωχός ο Μάτσε, ήταν  ικανοποιημένος με την ζωή του. Είχε τη γυναίκα του την Αντέλε, τα παιδιά του κι αν δεν έπιανε ψάρια και καμιά φορά τι έγινε?  Κοιτούσε ψηλά στον ουρανό κι έλεγε:
''Δεν πειράζει, ας είμαστε καλά. Αύριο πάλι''.

Μια από τις συνηθισμένες του μέρες, ο Μάτσε σηκώθηκε χαράματα, πήρε τα σύνεργα του, φίλησε την γυναίκα του και ξεκίνησε για τον βράχο. Ο καιρός ήταν υπέροχος, ζεστός κι ο ουρανός ένας πανέμορφος γαλάζιος πίνακας. Μόνο δυό μικρά σύννεφα στο βάθος σαν λευκές πινελιές έσπαγαν το ατέλειωτο αυτό μπλε που φώτιζε όλο και περισσότερο όσο ο ήλιος ανέβαινε ψηλότερα. Η θάλασσα λάδι, ήρεμη και κρυστάλλινη, νόμιζες ότι μπορούσες να την πιεις στο ποτήρι. Έβλεπες μέσα της βαθιά ως το σημείο που το φως κατάφερε να φτάνει. Ο Μάτσε απόθεσε την τσάντα με τα ψαρικά, το καλαθάκι με το φαγητό του και έκανε μια πρώτη αναγνωριστική προσπάθεια

Το ότι είχε άπνοια δεν ήταν και το καλύτερο για να ψαρέψει γιατί τα ψάρια μπορούσαν να διακρίνουν τον κίνδυνο καθαρότερα μέσα στη γαλήνη παρά την μεγάλη όρεξη τους. Αν και δυσκολεύτηκε, τελικά η τύχη του δεν τον εγκατέλειψε και το γεύμα της ημέρας μέχρι το απόγευμα είχε εξασφαλιστεί. Εκεί λοιπόν λίγο πριν ξεκινήσει για να γυρίσει πίσω στο σπίτι , γύρω στις 10 οργιές μακρυά απ τα βράχια και 5 οργιές σε βάθος κάτι άστραψε στα μάτια του για μια στιγμή. Ο Μάτσε κάθισε ακίνητος για να δει πιό καλά. Ηρεμία. Μπα δεν ήταν τίποτα. Ο ήλιος με τη θάλασσα του παίζουν παιχνίδια με το φως, σκέφτηκε. Αλλά τελικά δεν ήταν ιδέα του.


Η στιγμιαία αυτή λάμψη εμφανίστηκε και πάλι. Τώρα μπορούσε να διακρίνει ολοκάθαρα. Έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο με αυτό που έβλεπε. Μια μεγάλη τούνα που ένας Θεός ξέρει πως είχε βρεθεί εκεί στα ρηχά  έκανε βόλτες δίπλα στον άσπρο του βράχο. Ο Μάτσε έκπληκτος από το θέαμα κάθισε να την χαζεύει για αρκετή ώρα. Αμέσως μόλις συνήλθε λίγο και με προσεκτικές κινήσεις μάζεψε πίσω την πετονιά του, που ήταν ήδη στη θάλασσα, δόλωσε ένα αφράτο σκουλήκι και την ξανάριξε μέσα όσο πιο κοντά γινόταν στην τούνα. Το βαρίδι με το δόλωμα έσκασαν 2 οργιές μακρυά απ το σημείο που βρισκόταν. Με τον παφλασμό, η τούνα τρόμαξε κι απομακρύνθηκε. Ο Μάτσε δεν πτοήθηκε. Μάζεψε και πάλι, πέρασε σε ένα διπλανό βράχο και ξανάριξε πιο κοντά. Το αποτέλεσμα όμως ήταν πάλι το ίδιο. Η τούνα πήγε από την άλλη μεριά. Συνέχισε έτσι μέχρι που βράδιασε. Τελικά όμως δεν κατάφερε τίποτα.

Μάζεψε τα πράγματά του λοιπόν αφού είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και γύρισε στο σπίτι μισοαπογοητευμένος. Βρήκε τη γυναίκα του στο κατώφλι να σκουπίζει.
'' Καλώς τον μου. Καλώς ήλθες. Πως πήγε η ψαριά σήμερα?''
''Μέτρια πράγματα'' της απάντησε αυτός και μπήκε με γρήγορα βήματα στην καλύβα.
Δεν είπε κουβέντα στην Αντέλε. Δεν ήθελε να αποκαλύψει ότι έχασε εκείνη τη μέρα το μεγαλύτερο ψάρι που είχε δει ποτέ απ το βράχο του. Έφαγε κάτι και έπεσε και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.

Την επόμενη μέρα ξεκίνησε πάλι για τον βράχο. Προς μεγάλη του έκπληξη, σχεδόν την ίδια ώρα η τούνα εμφανίστηκε ξανά.
''Αυτή τη φορά δεν θα μου γλιτώσεις'', είπε και έριξε την πετονιά του.
Πάλεψε, έριξε, ξανάριξε, έχασε την μισή του μέρα αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. 


Ο Μάτσε έχασε την υπομονή του. Στεναχωριόταν  όχι μόνο γιατί αν θα έπιανε αυτό το ψάρι θα είχε εξασφαλίσει το φαγητό της οικογένειας για αρκετό καιρό, αλλά γιατί η περηφάνια και ο εγωισμός του δοκιμαζόταν χωρίς επιτυχία. Ήθελε να καταφέρει κάτι ξεχωριστό πέρα από την καθημερινή μονοτονία της ζωής του. Ήθελε να τον καμαρώσει η γυναίκα του, να έχει μια ιστορία να λέει στα παιδιά του και στα εγγόνια του αν τον αξίωνε ο Θεός, αργότερα.

Και η προσπάθεια του συνεχίστηκε για εβδομάδες. Η μεγάλη τούνα ερχόταν κάθε φορά την ίδια ώρα στο βράχο του και κάθε φορά η  ιστορία είχε το ίδιο τέλος. Ο Μάτσε να πηδάει από βράχο σε βράχο  για να βρεθεί πιο κοντά στην τούνα κι αυτή να φεύγει. Ένιωθε σαν η τούνα να του έπαιζε ένα περίεργο παιχνίδι και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ερχόταν κάθε μέρα σχεδόν την ίδια ώρα στο σημείο που ψάρευε, τον έκανε να πιστεύει ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν κάτι τυχαίο.

Ένα βράδυ γύρισε στο σπίτι εξαντλημένος. Η Αντέλε κάτι είχε καταλάβει όλον αυτό τον καιρό και τελικά μετά από πίεση της εξομολογήθηκε το περιστατικό.
''Ένα μήνα γίνεται αυτό? Και γιατί δεν μου είπες τίποτα πιο νωρίς καλέ μου?''
''Ήθελα να σου κάνω έκπληξη'', αποκρίθηκε ο Μάτσε, ''δεν ήθελα να σου πω άλλη μια ιστορία όπου ο ψαράς γυρίζει με άδεια χέρια στο σπίτι''
Η Αντέλε χαμογέλασε και του χάιδεψε γλυκά το πρόσωπο με τα χέρια της. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και του είπε:
'' "Καλέ μου. Μην σκοτίζεσαι καλέ μου. Εγώ θα σε εκτιμώ και θα σ'αγαπώ πάντα το ίδιο κι ας μην φέρεις ούτε ένα ψάρι ξανά''
Η ψυχή του Μάτσε ημέρεψε μονομιάς. Ένιωσε την Αντέλε δίπλα του. Είχε πάρει αυτό που ήθελε.
''Το ξέρω καρδιά μου'' της είπε ''δεν ανησυχώ για αυτό αφού ξέρω ότι θα είσαι δίπλα μου ότι κι αν γίνει, αλλά μ έχει εκνευρίσει αυτή η κατάσταση. Νιώθω σαν κάποιος να παίζει μαζί μου. Πάω στο ένα βραχάκι, τσουπ, η τούνα στο άλλο, πάω στο άλλο η τούνα πάλι πίσω, αλλάζω δόλωμα, τίποτα. Και δεν φεύγει να εξαφανιστεί να το ξεχάσω κι εγώ. Είναι εκεί κάθε μέρα''

Η Αντέλε δεν μίλησε για λίγο, σηκώθηκε απ τη θέση της και στάθηκε όρθια από πάνω του. Τον ακούμπησε  στον ώμο. '' Γλυκέ μου, το καταλαβαίνω ότι έχεις κουραστεί κι έχεις νευριάσει, αλλά μην αφήσεις αυτά τα συναισθήματα να γίνουν οδηγός σου. Εμείς δεν θελήσαμε ποτέ κάτι παραπάνω, ο Θεός μας έδωσε όλα όσα χρειαστήκαμε μέχρι τώρα και θα πρέπει να τον ευγνωμονούμε για αυτό. Αν θέλει να μας δώσει και κάτι άλλο πέρα απ ότι έχουμε ως τώρα θα μας το δώσει. Πήγαινε λοιπόν αύριο στο βράχο σου, κάθισε, χαμογέλασε και μην το κουνήσεις ρούπι από κει. Κι αν είναι να έρθει κάτι θα έρθει από μόνο του. Θα ναι γραφτό.
Ο Μάτσε δεν είπε τίποτα, χαμογέλασε, σηκώθηκε κι αυτός, την αγκάλιασε και πήγε στο κρεββάτι να ξαπλώσει πιο ήρεμος εκείνη τη νύχτα.


Την επόμενη μέρα, με την ίδια ακριβώς διαδικασία ο Μάτσε βρέθηκε στο βράχο του. Δεν θα τον απασχολούσε τίποτα αυτήν τη φορά. Έκατσε, έπιασε αρκετά ψάρια κι όταν η τούνα εμφανίστηκε δεν έδωσε καμιά σημασία. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε για αρκετές μέρες ώσπου ο Μάτσε αδιαφορούσε πλήρως πλέον για το αν η τούνα θα ενοχλούσε το αγκίστρι του. Την έβλεπε τώρα κάτι σαν μια φιλική παρουσία που απλά τον επισκεπτόταν κάθε μεσημέρι.

Πέρασαν τρεις εβδομάδες από τότε. Μια μέρα ο καιρός χάλασε. Έβρεχε όλο το βράδυ και το καλύβι του Μάτσε που ήταν φτιαγμένο από καλάμια και ξύλα λογής λογής είχε σχεδόν πλημμυρίσει. Η Αντέλε προσπαθούσε με πανιά και οτιδήποτε άλλο αυτοσχέδιο υλικό να κρατήσει το σπίτι στεγνό κι ο Μάτσε να ενισχύσει τη στέγη τοποθετώντας από πάνω μεγάλα φύλα από μπανανιές. Λίγο πριν το μεσημέρι η βροχή κόπασε. Το καλύβι αν και χτυπημένο από τον καιρό, άντεξε και οι ζημιές δεν πρόλαβαν να γίνουν μεγάλες.
''Πω πω τι πήγαμε να πάθουμε, είχε να βρέξει έτσι πολύ καιρό'' είπε ο Μάτσε
'' Όλα καλά τώρα, εντάξει, μας βοήθησε ο Θεός'' του απάντησε η Αντέλε. ''Δεν ετοιμάζεσαι τώρα σιγά σιγά να πας για ψάρεμα?''
''Μα τι λες?'' αναφώνησε ο Μάτσε. ''Εδώ παραλίγο να πνιγούμε κι εγώ θα πάω για ψάρεμα?. Θα κάτσω εδώ να σε βοηθήσω να φτιάξουμε και τα υπόλοιπα πράγματα''
''Μην ανησυχείς καλέ μου'' του είπε η Αντέλε. ''Θα τα καταφέρω και μόνη μου. Πήγαινε εσύ. Δεν σε θέλω μέσα στα πόδια μου άλλωστε''
''Μα μπορεί να ξαναβρέξει, να γυρίσει ο καιρός και τότε τι θα κάνεις?''
''Δε νομίζω να βρέξει άλλο. Βλέπω τον ουρανό να ανοίγει, αλλά και να γίνει κάτι τέτοιο, είσαι μισή ώρα κοντά. Παίρνεις τα πράγματα σου και έρχεσαι. Μην φοβάσαι δεν θα πάθουμε τίποτα. Άντε ετοιμάσου''
Ο Μάτσε την είδε αποφασισμένη και αισιόδοξη. Ήταν απαραίτητο και να πάει, γιατί το φαγητό ήταν πολύ λίγο αφού τις προηγούμενες μέρες η ψαριά ήταν φτωχή. Το αποφάσισε λοιπόν χωρίς άλλους δισταγμούς.

Έτσι ξεκίνησε για άλλο ένα ψάρεμα. Είχε μεσημεριάσει σχεδόν αλλά ένιωθε τη μυρωδιά της βροχής στο χώμα και τον αέρα. Τον έκανε να να νομίζει ότι βρισκόταν σε άλλο τόπο. Τα ψάρια τσιμπούσαν σαν τρελά, η γυναίκα του είχε δίκιο που τον έστειλε αν και ο ίδιος γνώριζε ότι με την βροχή η όρεξη των ψαριών μεγαλώνει. Ικανοποιημένος από την εξέλιξη δεν σταμάτησε να βάζει ψάρια στο καλάθι του. Μικρά και μεγαλύτερα κι απ όλα τα είδη που συνήθως έπιανε ο Μάτσε. Ήταν πολύ χαρούμενος.

Έφτασε λοιπόν το απόγευμα. Τα ψάρια δεν είχαν σταματήσει να γεμίζουν το καλάθι του Μάτσε παρ όλο που η ώρα είχε περάσει κι είχε σχεδόν βραδιάσει. Το καλάθι του είχε ξεχειλίσει. Η χαρά του ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο γιατί με τα ψάρια που έπιασε και θα πουλούσε στο χωριό, είχε εξασφαλίσει το φαγητό του για 10 μέρες τουλάχιστον. Έριξε λοιπόν την πετονιά του μια τελευταία φορά πιο πολύ για να τακτοποιήσει τα υπόλοιπα πράγματα παρά να προσέχει για να πιάσει ένα ακόμη ψάρι.


Καθώς ήταν σχεδόν έτοιμος να φύγει, το καλάμι του έπεσε απ τη θέση που το είχε στηρίξει. Πήγε γρήγορα και το ξανασήκωσε, το τράβηξε λίγο αλλά αυτό δεν έδειχνε να έχει κάποιο ιδιαίτερο βάρος. Αποφάσισε να το μαζέψει σιγά σιγά. Όπως μάζευε ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα πάνω στην πετονιά. Μετά τίποτα. Σκέφτηκε ότι ίσως έμπλεξε σε κάποιο βράχο. Συνέχισε να μαζεύει στα τυφλά αφού πλέον είχε βραδιάσει πολύ και δεν είχε καθόλου ορατότητα για το τί συνέβαινε στη θάλασσα. Κι εκεί συνέβη το αναπάντεχο. Το καλάμι του ξαφνικά λύγισε απ το βάρος και τον τράβηξε προς τα μέσα. ''Θεε μου τι είναι αυτό'' είπε. Τέτοιο τράβηγμα δεν του είχε ξανατύχει όσο χρόνια ψάρευε. Προσπάθησε με μαλακές κινήσεις να μαζέψει όσο περισσότερη πετονιά γινόταν. Αλλά το ψάρι που είχε πάνω αντιστεκόταν σθεναρά. Δεν ήθελε να φανταστεί για το τι είχε πάνω στο αγκίστρι. Ήταν άραγε ο ξεχασμένος πόθος του τελευταίου μήνα.? Πάλεψε σχεδόν μια ώρα και παρακαλούσε να μην σπάσει η πετονιά. Το καλάμι του κι αυτό είχε φτάσει στα όρια του. Και τελικά τα κατάφερε. Τράβηξε πάνω το πιο μεγάλο ψάρι που είχε πιάσει ποτέ του. Την τούνα που του είχε κάνει τη ζωή δύσκολη για πόσες εβδομάδες.

Η τούνα σπαρτάραγε πάνω στις πέτρες και δίπλα στα πράγματα του. Τι θαυμάσιο πλάσμα ήταν αυτό. Αν και σκοτάδι, το δέρμα της γυάλιζε στην οποιαδήποτε ικμάδα φωτός υπήρχε τριγύρω. Ο Μάτσε κάθισε από πάνω της και την κοίταζε γοητευμένος. Ήταν αυτό που ζητούσε τόσον καιρό. Άπλωσε το χέρι του και την χάιδεψε στη ράχη. Το δέρμα της ήταν υγρό και λείο. Ένα αψεγάδιαστο ασημένιο κόσμημα που το σμίλεψαν τεχνίτες της Ανατολής. Την είδε να ανοιγοκλείνει το στόμα της σαν να ικέτευε για μια γουλιά θάλασσα. Βαριανάσαινε σαν ετοιμοθάνατη. Όχι σαν. Ήταν ετοιμοθάνατη. Τα μάτια της γυάλιζαν, εβένινα. Κοίταξε μέσα τους κι αυτά κοίταζαν στο κενό. Σηκώθηκε όρθιος. Δεν ήθελε να την κοιτάξει άλλο. Το κορμί του διαπέρασε ένα ρίγος. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε λυπηθεί ψάρι. Για τον Μάτσε ήταν θέμα επιβίωσης το ψάρεμα και με εξαίρεση κάποια μικρά ψάρια δεν είχε χαριστεί σε κανένα άλλο ποτέ. Πίστευε ότι τα ψάρια δεν είχαν συναισθήματα γιατί δεν είχαν ούτε καν τη φωνή για να τα εκφράσουν. Άραγε, ότι δεν έχει φωνή δεν έχει και ψυχή? Αυτή η σκέψη πέρασε για πρώτη φορά απ το μυαλό του. Αυτή και χιλιάδες άλλες μέσα στο διάστημα του ενός λεπτού.

Και τώρα λοιπόν που τα είχε καταφέρει θα ήταν άραγε πιο ευτυχισμένος? Η γυναίκα του θα τον αγαπούσε περισσότερο? Πέρα από το ότι θα εξασφάλιζε ένα καλό χρηματικό ποσό τι άλλο θα είχε καταφέρει να κερδίσει με αυτό? Τίποτα. Μια πρόσκαιρη ψευτοπερηφάνια. Αμέσως μετά αποτυπώθηκε στο μυαλό του η εικόνα της τούνας να κολυμπά μέσα στην γαλαζοπράσινη θάλασσα του Μονέδο. Κατάλαβε πως η θέση της ήταν εκεί.


Κι έτσι την ξανάριξε μέσα. ''Θα πρέπει να μαι τρελός'' σκέφτηκε. Αλλά ένιωσε τέτοια γαλήνη στην ψυχή του όπως τη μέρα που του είχε μιλήσει η γυναίκα του όταν είχε γυρίσει απογοητευμένος. Όχι. Είχε κάνει το σωστό. Πήρε στα χέρια το ασήκωτο σχεδόν απ τα ψάρια καλάθι του και γύρισε στο σπίτι. Η Αντέλε χαρούμενη όσο ποτέ μόλις τον είδε έπεσε στην αγκαλιά του.
''Είδες που στο είπα. Είδες που έπρεπε να πας? Πω πω ψάρια. Μπράβο καλέ μου. Και θα δείς από δω και πέρα όλες οι ψαριές σου θα είναι υπέροχες. Μέχρι να δεις που θα πιάσεις και εκείνη την τούνα που μου λεγες τότε ότι σου ξέφευγε.''
Ο Μάτσε γέλασε δυνατά. ''Λες γλυκιά μου? Μπα ξέχνα την αυτήν, μάλλον δεν θα εμφανιστεί ποτέ ξανά. Και ξέρεις κάτι. Δεν με ενδιαφέρει πια. Είχες δίκιο. Η ευτυχία μας βρίσκεται στα πράγματα που ήδη έχουμε...''

Κι έτσι ο Μάτσε κοιμήθηκε πιο ευτυχισμένος από ποτέ εκείνη την νύχτα στην αγκαλιά της γυναίκας του, με την ψυχή του καθαρή και ήσυχη από οτιδήποτε πράγμα που θα μπορούσε να την βαραίνει. Και έζησε έτσι ευτυχισμένος ως τα βαθιά γεράματα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, αποκτώντας πολλά πολλά εγγόνια και δισέγγονα.''

Αυτάαα παίδες. Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα το στόρι. Κλάσσικ ε? Αλλά ήταν μια χαρά το παραμυθάκιους για την ανιψιά μου και όχι μόνο. Ο Χόρχε μας πέρασε εδώ και γαμάτα μηνύματα  μέσα από μια απλή ιστορία ψαρέματος που θα πρέπει όλοι μας να κάτσουμε να τα αναλογιστούμε και να τα παραλληλίσουμε με τις δικές μας ζωές και καταστάσεις. Η Παραβολή του ψαρά λοιπόν από Χορχε Μπουκαί......

Καλά εντάξει δεν θα σας κοροϊδέψω άλλο. Τέρμα τα παραμύθια. Το στόρι βγήκε εν μέσω ενός τηλεφωνήματος που είχα με μια φίλη μου που της έδινα συμβουλές για μια προσωπική της κατάσταση. Και σκέφτηκα να της φτιάξω αυτήν την ιστοριούλα μπας και την βοηθήσω. Και την ονόμασα ''Η Παραβολή του ψαρά''.  Φιλενάδα, ψάρωσες έτσι?...::Ρ:Ρ:Ρ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...