Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ


Τι άλλο να κάνω πια εδώ.
Στο ίδιο παράθυρο, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια σελίδα.
Με την ίδια πένα.
Οι λέξεις με ξανασυναντούν σαν παλιές αγαπημένες στο ίδιο λευκό τοπίο.
Διαμάντια που δεν γυαλίζουν πια.
Το μελάνι μου βάλτωσε κι εγώ έχω σκουριάσει σ αυτήν την παλιά καρέκλα.
Μου φωνάζει τρίζοντας κάθε μέρα πως δεν μ αντέχει πια. 
Ούτε κι εγώ με αντέχω.
Πρέπει να βγω έξω. 
Να κυλήσω. 
Να βρω την λάμψη, την περιπέτεια, τον λόγο.
Να πιω το πράσινο απ τα μεγάλα λιβάδια,
Να αγγίξω κρυστάλλινα νερά από χαμένες θάλασσες,
Να ακούσω άγνωστα χαμόγελα
Και να με ζεστάνουν χέρια που ποτέ δεν γνώρισα. 
Εκεί θέλω να πάω.
Χωρίς μολύβι και χαρτί, χωρίς ονόματα, χωρίς πρέπει. 
Όλα να γράψουν στο μυαλό. Χωρίς φόβο. 
Ότι αξίζει άλλωστε ποτέ δεν σβήνει.
Να τριγυρίζω όλη τη μέρα και να με παίρνει ο ύπνος τα βράδια
Εκεί. 
Όπου η τύχη μου ορίσει.
Στην κοίτη ενός ποταμού, σ ένα παλιό ξενοδοχείο η στο παγκάκι μιας πλατείας.
Δεν έχει σημασία ο προορισμός.
Σημασία έχει το ταξίδι και το ταξίδι είναι εκεί έξω και περιμένει.
Θα φύγω το αποφάσισα.
Οι λευκές μου ημέρες με προστάζουν.
Δεν μπορώ να μαζέψω σύννεφα πια, πρέπει να βγω έξω να τα κυνηγήσω. 
Ένα ταξίδι χιλίων μιλίων ξεκινά μ ένα απλό βήμα λένε.
Το απλό όμως είναι και το πιο δύσκολο
Λέω να κατηφορίσω τον πρώτο δρόμο που θα βρω μπροστά μου
και δεν με νοιάζει που θα βγάλει.
Σε ένα μικρό μονοπάτι ή σε μια πλατιά λεωφόρο. Δεν παίζει ρόλο.
Δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
Είμαι ποιητής εγώ κι ανοίγω χωματόδρομους.
Κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στον καιρό, κόντρα στον θάνατο.
Η ουσία είναι να πηγαίνω μπροστά.
Να γεμίσω παράσημα απ τον ήλιο τη βροχή και τη σκόνη.
Και να χαμογελάω. Σαν να μην υπάρχει αύριο.
Να μιλάω με τους ανθρώπους.
Θα καθόμαστε ολόγυρα σε μεγάλα ξύλινα τραπέζια και θα πίνουμε κρασί. 
Άγνωστος με άγνωστο. 
Και ζαλισμένοι να μου μιλάνε για τα όχι τους τα θέλω και τα γιατί τους.
Να ακούω τις ιστορίες τους τη νύχτα και το πρωί να φεύγω
αφήνοντας πίσω μου το γραφτό τους.
Χωρίς αντίτυπα.
Και να συνεχίζω. Με οποιοδήποτε μέσο με οποιοδήποτε τρόπο.
Στη θάλασσα θέλω να φτάσω να με φιλήσει η αρμύρα στο πρόσωπο.
Να πάρει γεύση αυτή η άνοστη ζωή.
Να μου δανείσει μπλε το πέλαγος να τη χρωματίσω.
Και πρίν χορτάσω να κατέβω στο πρώτο λιμάνι λαθρεπιβάτης μιας εμπειρίας.
Κι εκεί να συμβεί πάλι το ίδιο.
Με τους ίδιους αγνώστους σε άλλο τραπέζι μια τέτοια στιγμή.
Και ξανά πίσω
Σε νέο ταξίδι.
Θέλω να κολυμπήσω όλο τον κόσμο.
Να γίνω ένας εξερευνητής που δεν θα ψάχνει για χώμα αλλά για λέξεις.
Που θα τις φυλάξω ευλαβικά στο πίσω μέρος του μυαλού μου μέχρι να ωριμάσουν. 
Κι ύστερα θα επιστρέψω. Στην καρέκλα που τρίζει.
Δεν θα ναι όμως ποτέ πια η ίδια.
Τίποτα δεν θα ναι.
Ξεκινάω σε λίγο.
Κι αφήνω πίσω μου το μέτριο παίρνοντας στις αποσκευές μου το πιο μικρό.
Το πιο απαραίτητο. 
Εμένα 


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κι αυτο το ειδος της γραφης σου, μου αρέσει!

Τα ταξιδια προς το έσω μας...ειναι τα πιο δύσκολα!

φιλια

Laburdius είπε...

Σ ευχαριστώ καλό μου. Είπα να γράψω και κάτι σοβαρό. Να σπάσει η μονοτονία. Αλλωστε δεν είναι όλα πλάκα...

xristin είπε...

Πολλά τα θέλω σου παλικάρι μου!
Σταμάτα την γη να.......κατέβεις!
Ωραίο κείμενο!
Να είσαι καλά!

Laburdius είπε...

Τσάμπα είναι..:Ρ
Σ ευχαριστώ πολύ xristin!!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...